λιμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 51: Line 51:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[πείνα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό ρίζα λιφ- (λιφμός =[[λιμός]]) τοῦ [[λίπτομαι]] (=ἐπιθυμῶ [[πολύ]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λιμώσσω]] (=εἶμαι πεινασμένος), [[λιμώδης]] (=πεινασμένος), λιμοκτονῶ (=σκοτώνω μέ τήν [[πείνα]]), [[λιμοκτονία]], [[λιμοκτόνησις]], [[λιμοθνής]] (=πού πεθαίνει ἀπό τήν [[πείνα]]).
|mantxt=ὁ (=[[πείνα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό ρίζα λιφ- (λιφμός =[[λιμός]]) τοῦ [[λίπτομαι]] (=ἐπιθυμῶ [[πολύ]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λιμώσσω]] (=εἶμαι πεινασμένος), [[λιμώδης]] (=[[πεινασμένος]]), λιμοκτονῶ (=σκοτώνω μέ τήν [[πείνα]]), [[λιμοκτονία]], [[λιμοκτόνησις]], [[λιμοθνής]] (=πού πεθαίνει ἀπό τήν [[πείνα]]).
}}
}}
{{trml
{{trml