3,274,163
edits
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
|||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=φανερώνω, λέω, ἐξηγῶ˙ μέσο=σκέφτομαι). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[φρήν]]. Θέμα φραδ+j+ω → [[φράζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φραδή]] (=[[ὄνομα]], γνώση), [[φραδάζω]] (=φανερώνω), [[φραδής]] (=[[συνετός]]), [[ἀφραδής]] (=[[ἀνόητος]]), [[εὐφραδής]], εὐφραδία ἤ [[εὐφράδεια]], φραδῶς, εὐφραδῶς, [[φράδμων]] (=[[ἔμπειρος]]), [[φραδμοσύνη]], [[φράσις]], [[ἔκφρασις]], [[μετάφρασις]], [[παράφρασις]] (=τό ἴδιο πού λέγεται μέ ἄλλα λόγια, ἐλεύθερη μετάφραση), [[περίφρασις]], [[φραστέον]], [[φραστήρ]] (=ὁ [[ὁδηγός]]), [[φράστης]], [[μεταφράστης]], [[παραφράστης]], [[σκινδαλαμοφράστης]] (=[[λεπτολόγος]]), [[φραστικός]], [[ἄφραστος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀπερίφραστος]], ἀπεριφράστως (=καθαρά), [[δύσφραστος]], [[φράστωρ]] (=[[ὁδηγός]]). | |mantxt=(=φανερώνω, λέω, ἐξηγῶ˙ μέσο=σκέφτομαι). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[φρήν]]. Θέμα φραδ+j+ω → [[φράζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φραδή]] (=[[ὄνομα]], γνώση), [[φραδάζω]] (=[[φανερώνω]]), [[φραδής]] (=[[συνετός]]), [[ἀφραδής]] (=[[ἀνόητος]]), [[εὐφραδής]], εὐφραδία ἤ [[εὐφράδεια]], φραδῶς, εὐφραδῶς, [[φράδμων]] (=[[ἔμπειρος]]), [[φραδμοσύνη]], [[φράσις]], [[ἔκφρασις]], [[μετάφρασις]], [[παράφρασις]] (=τό ἴδιο πού λέγεται μέ ἄλλα λόγια, ἐλεύθερη μετάφραση), [[περίφρασις]], [[φραστέον]], [[φραστήρ]] (=ὁ [[ὁδηγός]]), [[φράστης]], [[μεταφράστης]], [[παραφράστης]], [[σκινδαλαμοφράστης]] (=[[λεπτολόγος]]), [[φραστικός]], [[ἄφραστος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀπερίφραστος]], ἀπεριφράστως (=[[καθαρά]]), [[δύσφραστος]], [[φράστωρ]] (=[[ὁδηγός]]). | ||
}} | }} |