Anonymous

φράζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φανερώνω, λέω, ἐξηγῶ˙ μέσο=σκέφτομαι). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[φρήν]]. Θέμα φραδ+j+ω → [[φράζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φραδή]] (=[[ὄνομα]], γνώση), [[φραδάζω]] (=φανερώνω), [[φραδής]] (=[[συνετός]]), [[ἀφραδής]] (=[[ἀνόητος]]), [[εὐφραδής]], εὐφραδία ἤ [[εὐφράδεια]], φραδῶς, εὐφραδῶς, [[φράδμων]] (=[[ἔμπειρος]]), [[φραδμοσύνη]], [[φράσις]], [[ἔκφρασις]], [[μετάφρασις]], [[παράφρασις]] (=τό ἴδιο πού λέγεται μέ ἄλλα λόγια, ἐλεύθερη μετάφραση), [[περίφρασις]], [[φραστέον]], [[φραστήρ]] (=ὁ [[ὁδηγός]]), [[φράστης]], [[μεταφράστης]], [[παραφράστης]], [[σκινδαλαμοφράστης]] (=[[λεπτολόγος]]), [[φραστικός]], [[ἄφραστος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀπερίφραστος]], ἀπεριφράστως (=καθαρά), [[δύσφραστος]], [[φράστωρ]] (=[[ὁδηγός]]).
|mantxt=(=φανερώνω, λέω, ἐξηγῶ˙ μέσο=σκέφτομαι). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[φρήν]]. Θέμα φραδ+j+ω → [[φράζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φραδή]] (=[[ὄνομα]], γνώση), [[φραδάζω]] (=[[φανερώνω]]), [[φραδής]] (=[[συνετός]]), [[ἀφραδής]] (=[[ἀνόητος]]), [[εὐφραδής]], εὐφραδία ἤ [[εὐφράδεια]], φραδῶς, εὐφραδῶς, [[φράδμων]] (=[[ἔμπειρος]]), [[φραδμοσύνη]], [[φράσις]], [[ἔκφρασις]], [[μετάφρασις]], [[παράφρασις]] (=τό ἴδιο πού λέγεται μέ ἄλλα λόγια, ἐλεύθερη μετάφραση), [[περίφρασις]], [[φραστέον]], [[φραστήρ]] (=ὁ [[ὁδηγός]]), [[φράστης]], [[μεταφράστης]], [[παραφράστης]], [[σκινδαλαμοφράστης]] (=[[λεπτολόγος]]), [[φραστικός]], [[ἄφραστος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀπερίφραστος]], ἀπεριφράστως (=[[καθαρά]]), [[δύσφραστος]], [[φράστωρ]] (=[[ὁδηγός]]).
}}
}}