3,274,917
edits
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[τρίβω]], [[βασανίζω]], ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα τερ-. Θέμα τερ+j+ω → τέρρω → [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[τεράμων]] (=πού μαλακώνει μέ τό βράσιμο), [[τέρετρον]] (=[[τρυπάνι]]), τερηδώνονος (=σκουλήκι, [[χάλασμα]] τῶν δοντιῶν), [[τέρην]] (=[[μαλακός]], [[λεῖος]]), [[τετραίνω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τιτρώσκω]] (=[[πληγώνω]]), [[τόρνος]], [[τορός]] (=[[διαπεραστικός]]), [[διάτορος]], [[τορεύω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τρανής]] (=[[καθαρός]]), [[τραῦμα]], [[τρίβω]], [[τρύω]] (=[[καταστρέφω]]), [[τρῦμα]], [[τρυπάω]], [[τρυμαλιά]] καί [[τρυμαλῖτις]] (=[[ὀπή]]). | |mantxt=(=[[τρίβω]], [[βασανίζω]], ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα τερ-. Θέμα τερ+j+ω → τέρρω → [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[τεράμων]] (=πού μαλακώνει μέ τό βράσιμο), [[τέρετρον]] (=[[τρυπάνι]]), τερηδώνονος (=[[σκουλήκι]], [[χάλασμα]] τῶν δοντιῶν), [[τέρην]] (=[[μαλακός]], [[λεῖος]]), [[τετραίνω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τιτρώσκω]] (=[[πληγώνω]]), [[τόρνος]], [[τορός]] (=[[διαπεραστικός]]), [[διάτορος]], [[τορεύω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τρανής]] (=[[καθαρός]]), [[τραῦμα]], [[τρίβω]], [[τρύω]] (=[[καταστρέφω]]), [[τρῦμα]], [[τρυπάω]], [[τρυμαλιά]] καί [[τρυμαλῖτις]] (=[[ὀπή]]). | ||
}} | }} |