Anonymous

τείρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τρίβω]], [[βασανίζω]], ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα τερ-. Θέμα τερ+j+ω → τέρρω → [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[τεράμων]] (=πού μαλακώνει μέ τό βράσιμο), [[τέρετρον]] (=[[τρυπάνι]]), τερηδώνονος (=σκουλήκι, [[χάλασμα]] τῶν δοντιῶν), [[τέρην]] (=[[μαλακός]], [[λεῖος]]), [[τετραίνω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τιτρώσκω]] (=[[πληγώνω]]), [[τόρνος]], [[τορός]] (=[[διαπεραστικός]]), [[διάτορος]], [[τορεύω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τρανής]] (=[[καθαρός]]), [[τραῦμα]], [[τρίβω]], [[τρύω]] (=[[καταστρέφω]]), [[τρῦμα]], [[τρυπάω]], [[τρυμαλιά]] καί [[τρυμαλῖτις]] (=[[ὀπή]]).
|mantxt=(=[[τρίβω]], [[βασανίζω]], ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα τερ-. Θέμα τερ+j+ω → τέρρω → [[τείρω]]. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[τεράμων]] (=πού μαλακώνει μέ τό βράσιμο), [[τέρετρον]] (=[[τρυπάνι]]), τερηδώνονος (=[[σκουλήκι]], [[χάλασμα]] τῶν δοντιῶν), [[τέρην]] (=[[μαλακός]], [[λεῖος]]), [[τετραίνω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τιτρώσκω]] (=[[πληγώνω]]), [[τόρνος]], [[τορός]] (=[[διαπεραστικός]]), [[διάτορος]], [[τορεύω]] (=[[τρυπῶ]]), [[τρανής]] (=[[καθαρός]]), [[τραῦμα]], [[τρίβω]], [[τρύω]] (=[[καταστρέφω]]), [[τρῦμα]], [[τρυπάω]], [[τρυμαλιά]] καί [[τρυμαλῖτις]] (=[[ὀπή]]).
}}
}}