σαρδάνιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' "
(CSV import)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (''[[sc.]]'' γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic).
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (''[[sc.]]'' γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic).
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό [[ρῆμα]] γελῶ → γελῶ σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό [[σεσηρώς]] (=μέ τραβηγμένα χείλη) ἀπό τό [[σαίρω]] (=δείχνω τά δόντια μου).
|mantxt=(=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό [[ρῆμα]] γελῶ → γελῶ σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό [[σεσηρώς]] (=μέ τραβηγμένα χείλη) ἀπό τό [[σαίρω]] (=δείχνω τά δόντια μου).
}}
}}