3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic). | |mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic). | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό [[ρῆμα]] γελῶ → γελῶ σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό [[σεσηρώς]] (=μέ τραβηγμένα χείλη) ἀπό τό [[σαίρω]] (=δείχνω τά δόντια μου). | |||
}} | }} |