σχάζω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχάζω:''' παρατ. [[ἔσχων]] (όπως αν προερχόταν από τύπο *[[σχάω]])· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔσχᾰσα</i>· αρχική [[σημασία]], [[λύνω]], [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[αφήνω]] ελεύθερο· απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]], [[ανοίγω]], σε Αριστοφ.· <i>σχάζωφλέβα</i>, [[ανοίγω]] [[φλέβα]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για [[άνθη]], [[σχάζω]] [[κάλυκας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[εγκαταλείπω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]· <i>σχάσας τὴν [[φροντίδα]]</i>, [[αφού]] απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το [[μυαλό]] του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· [[σχάζω]] [[τὰς]] μηχανάς, [[αφήνω]] τις μηχανορραφίες να μπουν σε [[λειτουργία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] [[κάτι]], Λατ. inhibere· <i>κώπαν σχάσον</i>, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον [[ὄμμα]], χαμήλωσε τα μάτια [[σου]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>σχασάμενος τὴνἱππικήν</i>, αφήνοντας, σταματώντας την [[ιππασία]], καταπαύοντας το ζήλο του για την [[ιππασία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σχάζω:''' παρατ. [[ἔσχων]] (όπως αν προερχόταν από τύπο *[[σχάω]])· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔσχᾰσα</i>· αρχική [[σημασία]], [[λύνω]], [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[αφήνω]] ελεύθερο· απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]], [[ανοίγω]], σε Αριστοφ.· <i>σχάζωφλέβα</i>, [[ανοίγω]] [[φλέβα]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για [[άνθη]], [[σχάζω]] [[κάλυκας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[εγκαταλείπω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]· <i>σχάσας τὴν [[φροντίδα]]</i>, [[αφού]] απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το [[μυαλό]] του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· [[σχάζω]] τὰς μηχανάς, [[αφήνω]] τις μηχανορραφίες να μπουν σε [[λειτουργία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] [[κάτι]], Λατ. inhibere· <i>κώπαν σχάσον</i>, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον [[ὄμμα]], χαμήλωσε τα μάτια [[σου]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>σχασάμενος τὴνἱππικήν</i>, αφήνοντας, σταματώντας την [[ιππασία]], καταπαύοντας το ζήλο του για την [[ιππασία]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls