καταβάλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>κατέβᾰλον</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[κάββαλε]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[ανατρέπω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· κ. εἰς τὸ [[μηδέν]], [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]] με όπλο, [[φονεύω]], [[σφαγιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρίχνω]] ή [[φέρνω]] σε ορισμένη [[κατάσταση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]] ή [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[διώχνω]], [[απορρίπτω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με ηπιότερη [[σημασία]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει [[κάτω]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]], σε Όμηρ.· κ. [[ἱστία]], [[κατεβάζω]] τα πανιά, σε Θέογν.· [[τὰς]] [[ὀφρῦς]] κ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]], [[επιθέτω]], [[τοποθετώ]], Λατ. deponere, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατεβάζω]] ή [[συσσωρεύω]], [[ιδίως]], στην [[παραλία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πληρώνω]] τοις μετρητοίς, [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]] ή [[εισφέρω]], στον ίδ.· [[αποτίνω]], [[πληρώνω]], σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[κατάθεση]], σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[παρέχω]], [[δίνω]], <i>μαρτυρίαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> [[ρίχνω]] σπόρο, [[σπέρνω]], στον ίδ.· <i>κ. φάτιν</i>, Λατ. spargere voces, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[βάζω]], [[θέτω]] ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]], [[κυρίως]] στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>[[καταβεβλημένος]]</i>, [[βασικός]], [[θεμελιώδης]], [[τακτικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''καταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>κατέβᾰλον</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[κάββαλε]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[ανατρέπω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· κ. εἰς τὸ [[μηδέν]], [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο [[μηδέν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]] με όπλο, [[φονεύω]], [[σφαγιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρίχνω]] ή [[φέρνω]] σε ορισμένη [[κατάσταση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]] ή [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[διώχνω]], [[απορρίπτω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με ηπιότερη [[σημασία]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει [[κάτω]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]], σε Όμηρ.· κ. [[ἱστία]], [[κατεβάζω]] τα πανιά, σε Θέογν.· τὰς [[ὀφρῦς]] κ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]], [[επιθέτω]], [[τοποθετώ]], Λατ. deponere, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατεβάζω]] ή [[συσσωρεύω]], [[ιδίως]], στην [[παραλία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πληρώνω]] τοις μετρητοίς, [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]] ή [[εισφέρω]], στον ίδ.· [[αποτίνω]], [[πληρώνω]], σε Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[κατάθεση]], σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[παρέχω]], [[δίνω]], <i>μαρτυρίαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> [[ρίχνω]] σπόρο, [[σπέρνω]], στον ίδ.· <i>κ. φάτιν</i>, Λατ. spargere voces, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">7.</b> [[βάζω]], [[θέτω]] ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]], [[κυρίως]] στη Μέσ., σε Ευρ. — Παθ., <i>[[καταβεβλημένος]]</i>, [[βασικός]], [[θεμελιώδης]], [[τακτικός]], σε Αριστ.
}}
}}
{{ls
{{ls