γνώμη: Difference between revisions

12 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γνώμη:''' ἡ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] γνώσης, [[σήμα]], διακριτικό [[γνώρισμα]], [[τεκμήριο]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όργανο με το οποίο [[κάποιος]] προσεγγίζει, κατακτά τη [[γνώση]], το [[πνεύμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην [[ἱκανός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ηρόδ.· γνώμην [[ἀγαθός]], σε Σοφ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, [[εννοώ]], [[κατανοώ]], στον ίδ.· <i>προσέχειν γνώμην</i>, [[λειτουργώ]] με [[περίσκεψη]], είμαι σε [[επιφυλακή]], [[ετοιμότητα]], [[δίνω]] [[προσοχή]]· <i>ἀπὸ γνώμης</i>, με καθαρή [[συνείδηση]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>οὐκ ἀπὸ γνώμης</i>, όχι [[χωρίς]] ορθολογική [[σκέψη]], με θετική [[κρίση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[πνεύμα]], η [[ψυχή]] κάποιου, η [[θέληση]], ο [[σκοπός]], η [[επιδίωξη]], η [[διάθεση]], η [[κλίση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί</i>, [[διατελώ]] υπό την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, έχω τη [[διάθεση]], [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς το [[μέρος]]..., σε Θουκ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] γνώμης, με τη δική του [[συγκατάθεση]], [[βούληση]], στον ίδ.· <i>ἐκ μιᾶς γνώμης</i>, με [[μία]] σύμφωνη [[γνώμη]], ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, <i>μιᾷ γνώμῃ</i>, σε Θουκ.· στον πληθ., <i>φίλιαι γνῶμαι</i>, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[άποψη]]· <i>πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ</i>, [[ρέπω]] περισσότερο προς την [[άποψη]] ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, [[ταύτῃ]] [[πλεῖστος]] τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη [[γνώμη]] [[ἐστί]] μοι, στον ίδ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, όπως <i>λόγον ἔχειν</i>, έχω δίκιο, είμαι [[σωστός]], σε Αριστοφ.· <i>κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν</i>, Λατ. mea [[sententia]], κατά τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>γνώμην ἐμήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>παρὰ τὴν γνώμην</i>, αντίθετα προς το [[δημόσιο]] [[αίσθημα]], την επικρατούσα [[αντίληψη]], σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, <i>γνώμην ἀποφαίνειν</i>, <i>ἀποδείκνυσθαι</i>, [[φανερώνω]], [[εκφωνώ]], [[εκφέρω]] μια [[άποψη]], σε Ηρόδ.· <i>τίθεσθαι</i>, σε Σοφ.· <i>δηλοῦν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[sententia]], [[σχέδιο]], [[πρόταση]] για [[συζήτηση]]· <i>γνώμην εἰσφέρειν</i>, σε Ηρόδ.· [[εἰπεῖν]], <i>προθεῖναι</i>, σε Θουκ.· γνώμην [[νικᾶν]], υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>γνῶμαι</i>, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·<br /><b class="num">4.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], [[πρόθεση]], σε Θουκ.· <i>τινά ἔχουσα γνώμην;</i> με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] [[τῶν]] λεχθέντων, το γενικό [[νόημα]], [[σημασία]]..., σε Θουκ.
|lsmtext='''γνώμη:''' ἡ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] γνώσης, [[σήμα]], διακριτικό [[γνώρισμα]], [[τεκμήριο]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όργανο με το οποίο [[κάποιος]] προσεγγίζει, κατακτά τη [[γνώση]], το [[πνεύμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην [[ἱκανός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ηρόδ.· γνώμην [[ἀγαθός]], σε Σοφ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, [[εννοώ]], [[κατανοώ]], στον ίδ.· <i>προσέχειν γνώμην</i>, [[λειτουργώ]] με [[περίσκεψη]], είμαι σε [[επιφυλακή]], [[ετοιμότητα]], [[δίνω]] [[προσοχή]]· <i>ἀπὸ γνώμης</i>, με καθαρή [[συνείδηση]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>οὐκ ἀπὸ γνώμης</i>, όχι [[χωρίς]] ορθολογική [[σκέψη]], με θετική [[κρίση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[πνεύμα]], η [[ψυχή]] κάποιου, η [[θέληση]], ο [[σκοπός]], η [[επιδίωξη]], η [[διάθεση]], η [[κλίση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί</i>, [[διατελώ]] υπό την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, έχω τη [[διάθεση]], [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς το [[μέρος]]..., σε Θουκ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] γνώμης, με τη δική του [[συγκατάθεση]], [[βούληση]], στον ίδ.· <i>ἐκ μιᾶς γνώμης</i>, με [[μία]] σύμφωνη [[γνώμη]], ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, <i>μιᾷ γνώμῃ</i>, σε Θουκ.· στον πληθ., <i>φίλιαι γνῶμαι</i>, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[άποψη]]· <i>πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ</i>, [[ρέπω]] περισσότερο προς την [[άποψη]] ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, [[ταύτῃ]] [[πλεῖστος]] τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη [[γνώμη]] [[ἐστί]] μοι, στον ίδ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, όπως <i>λόγον ἔχειν</i>, έχω δίκιο, είμαι [[σωστός]], σε Αριστοφ.· <i>κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν</i>, Λατ. mea [[sententia]], κατά τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>γνώμην ἐμήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>παρὰ τὴν γνώμην</i>, αντίθετα προς το [[δημόσιο]] [[αίσθημα]], την επικρατούσα [[αντίληψη]], σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, <i>γνώμην ἀποφαίνειν</i>, <i>ἀποδείκνυσθαι</i>, [[φανερώνω]], [[εκφωνώ]], [[εκφέρω]] μια [[άποψη]], σε Ηρόδ.· <i>τίθεσθαι</i>, σε Σοφ.· <i>δηλοῦν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[sententia]], [[σχέδιο]], [[πρόταση]] για [[συζήτηση]]· <i>γνώμην εἰσφέρειν</i>, σε Ηρόδ.· [[εἰπεῖν]], <i>προθεῖναι</i>, σε Θουκ.· γνώμην [[νικᾶν]], υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>γνῶμαι</i>, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·<br /><b class="num">4.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], [[πρόθεση]], σε Θουκ.· <i>τινά ἔχουσα γνώμην;</i> με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] τῶν λεχθέντων, το γενικό [[νόημα]], [[σημασία]]..., σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γνώμη]] -ης, ἡ, Dor. [[γνώμα]]̅ [[γιγνώσκω]]<br /><b class="num">1.</b> intelligentie, verstand, begrip, inzicht:; ἀμήχανον... παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν... γνώμην het is onmogelijk om van elke man de intelligentie te weten komen Soph. Ant. 176; οὐ γνώμαν ἴσχεις ἐξ οἵων τὰ πάροντα; begrijp je niet hoe de huidige situatie ontstaan is? Soph. El. 214 (lyr.); ἡ [[γνώμη]] ἡ [[τοῦ]] ἐπιεικοῦς ἐστιν [[κρίσις]] ὀρθή inzicht is het correct beoordelen van wat passend is Aristot. EN 1143a19; uitdr.: [[οὐκ]] ἀπὸ γνώμης niet onverstandig Soph. Tr. 389; παρὰ γνώμην zonder nadenken Thuc. 1.70.3; τύχῃ καὶ μὴ γνώμῃ σωφρονεῖν bij toeval en niet door inzicht verstandig zijn Isocr. 3.47; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ naar beste inzicht Aristot. Rhet. 1375a29.<br /><b class="num">2.</b> oordeel, opvatting:; γνώμην ἀποφαίνειν zijn opvatting te kennen geven Hdt. 1.40.1; [[τῶν]] Ἀθηναίων οὐ [[φιλίας]] γνώμας de vijandige opvattingen van de Atheners Hdt. 9.4.2; δύσφοροι... γνῶμαι waanideeën Soph. Ai. 52; τῆς αὐτῆς γνώμης [[εἶναι]] dezelfde opvatting toegedaan zijn Thuc. 1.113.2; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν naar mijn oordeel Hdt. 2.26.1; μιᾷ γνώμῃ unaniem Thuc. 1.122.2 = ἐκ μιᾶς γνώμης Dem. 10.59; ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] γνώμης op grond van eigen afwegingen Thuc. 4.68.3; πάσῃ τῇ γνώμῃ uit volle overtuiging (vastbesloten) Thuc. 6.45; [[ὅστις]] γνώμῃ μὴ καθαρεύει wie geen zuiver beoordelingsvermogen heeft Aristoph. Ran. 355; pregn.. ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί bij iem. hoog aangeschreven staan Hdt. 6.37.1.<br /><b class="num">3.</b> verwachting:; ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ieders verwachting bevredigend Xen. An. 1.7.8; uitdr.: παρὰ γνώμην ἐμήν tegen mijn verwachting in Aeschl. Suppl. 454.<br /><b class="num">4.</b> voorstel:. γνώμην εἰσφέρειν een voorstel doen Hdt. 3.80.6; γνῶμαι ἀφ’ ἑκάστων ἐλέγοντο door iedereen werden voorstellen gedaan Thuc. 3.36.6.<br /><b class="num">5.</b> intentie, plan:. [[τίνα]] ἔχουσα γνώμην; met welke bedoeling? Hdt. 3.119.5; ἦν δὲ [[τοῦ]] τείχους ἡ [[γνώμη]] het doel van de muur was Thuc. 8.90.3; τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν hij was vooral van plan Thuc. 3.31.2; ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] [[τῶν]] λεχθέντων de globale strekking van wat gezegd was Thuc. 1.22; πρὸς τὴν εἰρήνην [[μᾶλλον]] τὴν γνώμην ἔχειν dat hun intenties meer op vrede gericht waren Thuc. 5.13.2; κατὰ γνώμην ἐμήν volgens mijn intenties Eur. Andr. 737.<br /><b class="num">6.</b> spreuk, gnome.
|elnltext=[[γνώμη]] -ης, ἡ, Dor. [[γνώμα]]̅ [[γιγνώσκω]]<br /><b class="num">1.</b> intelligentie, verstand, begrip, inzicht:; ἀμήχανον... παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν... γνώμην het is onmogelijk om van elke man de intelligentie te weten komen Soph. Ant. 176; οὐ γνώμαν ἴσχεις ἐξ οἵων τὰ πάροντα; begrijp je niet hoe de huidige situatie ontstaan is? Soph. El. 214 (lyr.); ἡ [[γνώμη]] ἡ [[τοῦ]] ἐπιεικοῦς ἐστιν [[κρίσις]] ὀρθή inzicht is het correct beoordelen van wat passend is Aristot. EN 1143a19; uitdr.: [[οὐκ]] ἀπὸ γνώμης niet onverstandig Soph. Tr. 389; παρὰ γνώμην zonder nadenken Thuc. 1.70.3; τύχῃ καὶ μὴ γνώμῃ σωφρονεῖν bij toeval en niet door inzicht verstandig zijn Isocr. 3.47; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ naar beste inzicht Aristot. Rhet. 1375a29.<br /><b class="num">2.</b> oordeel, opvatting:; γνώμην ἀποφαίνειν zijn opvatting te kennen geven Hdt. 1.40.1; τῶν Ἀθηναίων οὐ [[φιλίας]] γνώμας de vijandige opvattingen van de Atheners Hdt. 9.4.2; δύσφοροι... γνῶμαι waanideeën Soph. Ai. 52; τῆς αὐτῆς γνώμης [[εἶναι]] dezelfde opvatting toegedaan zijn Thuc. 1.113.2; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν naar mijn oordeel Hdt. 2.26.1; μιᾷ γνώμῃ unaniem Thuc. 1.122.2 = ἐκ μιᾶς γνώμης Dem. 10.59; ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] γνώμης op grond van eigen afwegingen Thuc. 4.68.3; πάσῃ τῇ γνώμῃ uit volle overtuiging (vastbesloten) Thuc. 6.45; [[ὅστις]] γνώμῃ μὴ καθαρεύει wie geen zuiver beoordelingsvermogen heeft Aristoph. Ran. 355; pregn.. ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί bij iem. hoog aangeschreven staan Hdt. 6.37.1.<br /><b class="num">3.</b> verwachting:; ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ieders verwachting bevredigend Xen. An. 1.7.8; uitdr.: παρὰ γνώμην ἐμήν tegen mijn verwachting in Aeschl. Suppl. 454.<br /><b class="num">4.</b> voorstel:. γνώμην εἰσφέρειν een voorstel doen Hdt. 3.80.6; γνῶμαι ἀφ’ ἑκάστων ἐλέγοντο door iedereen werden voorstellen gedaan Thuc. 3.36.6.<br /><b class="num">5.</b> intentie, plan:. [[τίνα]] ἔχουσα γνώμην; met welke bedoeling? Hdt. 3.119.5; ἦν δὲ [[τοῦ]] τείχους ἡ [[γνώμη]] het doel van de muur was Thuc. 8.90.3; τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν hij was vooral van plan Thuc. 3.31.2; ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] τῶν λεχθέντων de globale strekking van wat gezegd was Thuc. 1.22; πρὸς τὴν εἰρήνην [[μᾶλλον]] τὴν γνώμην ἔχειν dat hun intenties meer op vrede gericht waren Thuc. 5.13.2; κατὰ γνώμην ἐμήν volgens mijn intenties Eur. Andr. 737.<br /><b class="num">6.</b> spreuk, gnome.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese