θωρακίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θωρᾱκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>θῶραξ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[οπλίζω]] με θώρακα πολεμιστή ή ελαφρύτερο θώρακα, σε Ξεν.· Μέσ., φορώ τον θώρακά μου, στον ίδ.· <i>οἱ τεθωρακισμένοι</i>, αυτοί που φορούν θώρακα, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[καλύπτω]] με αμυντική [[πανοπλία]], ἐθωράκισε πλὴν [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, σε Ξεν.
|lsmtext='''θωρᾱκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>θῶραξ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[οπλίζω]] με θώρακα πολεμιστή ή ελαφρύτερο θώρακα, σε Ξεν.· Μέσ., φορώ τον θώρακά μου, στον ίδ.· <i>οἱ τεθωρακισμένοι</i>, αυτοί που φορούν θώρακα, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[καλύπτω]] με αμυντική [[πανοπλία]], ἐθωράκισε πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj