φείδομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3, $4 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[future]] [[φείσομαι]]; 1st aorist [[ἐφεισάμην]]; deponent [[middle]]; from Homer down; the Sept. for חָמַל, חוּס, חָשַׂך (to [[keep]] [[back]]); to [[spare]]: [[absolutely]] τίνος, to [[spare]] [[one]] (Winer's Grammar, § 30,10d.; Buttmann, § 132,15), to [[abstain]] (A. V. [[forbear]]), an infinitive denoting the [[act]] abstained from [[being]] supplied from the context: καυχᾶσθαι, μή φειδου — [[namely]], διδάσκειν — εἰ ἔχεις διδάσκειν, [[Xenophon]], Cyril 1,6, 35; [[with]] the infinitive added, λέγειν κακά, [[Euripides]], Or. 393; δρασαι τί [[τῶν]] τυραννικων, [[Plato]], de rep. 9, p. 574b.).
|txtha=[[future]] [[φείσομαι]]; 1st aorist [[ἐφεισάμην]]; deponent [[middle]]; from Homer down; the Sept. for חָמַל, חוּס, חָשַׂך (to [[keep]] [[back]]); to [[spare]]: [[absolutely]] τίνος, to [[spare]] [[one]] (Winer's Grammar, § 30,10d.; Buttmann, § 132,15), to [[abstain]] (A. V. [[forbear]]), an infinitive denoting the [[act]] abstained from [[being]] supplied from the context: καυχᾶσθαι, μή φειδου — [[namely]], διδάσκειν — εἰ ἔχεις διδάσκειν, [[Xenophon]], Cyril 1,6, 35; [[with]] the infinitive added, λέγειν κακά, [[Euripides]], Or. 393; δρασαι τί τῶν τυραννικων, [[Plato]], de rep. 9, p. 574b.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα [[τῶν]] λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ.
|lsmtext='''φείδομαι:''' ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. <i>φείδοντο</i>· μέλ. [[φείσομαι]], Επικ. <i>πεφῐδήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφεισάμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>φείσατο</i>· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>πεφῐδόμην</i>, ευκτ. <i>πεφῐδοίμην</i>, απαρ. [[πεφιδέσθαι]]· αποθ., κάνω [[οικονομία]], Λατ. parcere.<br /><b class="num">I.</b>[[φείδομαι]] ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους [[καταστρέφω]], με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι, είμαι [[ελεήμων]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[οικονομία]] στη [[χρήση]], συγκρατούμαι στη [[χρήση]], [[χρησιμοποιώ]] με [[φειδώ]], <i>ἵππων φειδόμενος</i> δηλ. [[φροντίζω]] γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ [[φείδεο]] σίτου, σε Ησίοδ.· [[φείδεο]] τῶν [[νεῶν]], σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; [[γιατί]] αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. [[μήτε]] χρημάτων [[μήτε]] πόνων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., είμαι [[φειδωλός]], είμαι [[οικονομικός]], ζω οικονομικά, σε Θέογν.· <i>οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος</i>, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = [[φειδωλός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. [[φειδομένως]], με [[φειδώ]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> απομακρύνομαι από, <i>τοῦ κινδύνου</i>, σε Ξεν.· <i>φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς</i>, μην οπισθοχωρήσεις [[καθόλου]] από αυτά που έχεις στο [[μυαλό]], σε Σοφ.· επίσης με απαρ., [[σταματώ]] ή [[παύω]] να κάνω, [[απέχω]] από το να κάνω, σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj