ἀμείβω: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμείβω''': [ᾰ], Ἰλ., Τραγ.: Ἐπ. παρατ. ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381: μελλ. -ψω Αἰσχύλ. Πρ. 23: ἀόρ. ἤμειψα Δωρ. ἄμ- [ᾱ] Πίνδ., ἀπαρ. ἀμεῖψαι Ἡρόδ., μετ. ἀμείψας Τραγ: ― Μέσ., παρατ. ἠμειβόμην Ὅμ., Ἡρόδ., Ἐπ. ἀμ- Ἰλ. Γ. 171, κτλ.: μέλλ. ἀμείψομαι Εὐρ. Ἱκ. 517: ἀόρ. ἠμειψάμην Ἰλ., Σοφ., Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀμ- Ἰλ. Δ. 403, Ἡρόδ.: ― Παθ.: μέλλ. ἀμειφθήσεται Ἡσύχ., ἀόρ. ἠμείφθην Ἀνθ. Π. 7. 589, 638, κτλ. (ἀλλὰ καὶ = ἠμειψάμην Πινδ. Π. 4. 179, Θεόφρ. 7. 27): πρκμ. ἤμειπται Γαλην., ὑπερσ ἤμειπτο Νόνν. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ποιητ. καὶ Ἰων., ἀλλ’ εὕρηται [[ἅπαξ]] ἢ δὶς παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἡ αὐτὴ δὲ [[παρατήρησις]] ἰσχύει καὶ διὰ τὰ σύνθετα ἀντ- ἀπ- ἀνταπ- μετ- αμείβω, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. τὸ [[ἀλλάσσω]] καὶ τὰ σύνθετα [[αὐτοῦ]]. (Ἐκ τῆς √ΜΕϜ ἢ ΜΑϜ μετὰ προθεματικοῦ α παράγονται τὰ [[ἀμεύομαι]] (ὅ ἐ. ἀμέϝομαι), [[ἀμείβω]], [[ἀμοιβή]]: πρβλ. Σανσκρ. mîv, mîvâmi (moveo), Λατ. moveo, motus, muto, mutuus. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὰ Σανσκρ. apamayê (muto), mi-mayas ([[ἀνταλλάσσω]]) ὡς λέξεις [[μακρόθεν]] συγγενευούσας. Α. ἐνεργ. [[ἀλλάσσω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), [[ἔντε]]’ ἄμειβεν Ἰλ. Ρ. 192, κτλ.: τί τινος, ὡς γόνυ γουνὸς ἀμείβων, κινῶν βραδέως τὰ γόνατα τὸ ἓν μετὰ τὸ [[ἄλλο]], δηλ. βραδυπορῶν, Ἰλ. Λ. 547 (ἴδε κατωτέρω Β. Ι. 1). κτλ.: ― [[ἑπομένως]] ἢ 1) δίδω πρὸς ἀνταλλαγήν, [[ἀνταλλάσσω]], ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε’ ἄμειβε χρύσεα χαλκείων = ἀντὶ χαλκῶν ἔδιδε χρυσᾶ, Ἰλ. Ζ. 235: δάμαρτ’ ἀμείψας Εὐρ. Ἄλκ. 46· ἴδε κατωτέρω 6: ἢ συνηθέστερον, 2) [[λαμβάνω]] ὡς ἀντάλλαγμά τι [[ἀντί]] τινος Πινδ. Π. 4. 30, Εὐρ. Ἑλ. 1382· πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς, νὰ ἐξαγοράσῃς διδοῦσα, παρέχουσα τὴν σὴν ψ., ὁ αὐτ. Ἄλκ. 462, κτλ.: μεθ’ ἁπλῆς αἰτιατ., τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ἴβυκ. 24. 3) παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] ἐπὶ τόπου, [[ἀλλάσσω]] τὸν τόπον, [[ὅθεν]] [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]· πορθμόν, πόρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, Εὐρ. Ι. Α. 144, κτλ.: [[ὅθεν]] β) ἢ [[ἐξέρχομαι]] οἰκίας τινός, [[καταλείπω]] αὐτήν, ἀμ. στέγας, δώματα, Σοφ. Φ. 1262, Εὐρ. Ἠλ. 750, ἢ εἰσχωρῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς αὐτήν· ἀμ. θύρας Ἡρόδ. 5. 72· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 571: καὶ ἐν γένει [[ἐγκαταλείπω]] τόπον τινά, [[ἀπέρχομαι]] ἢ [[τοὐναντίον]] [[μεταβαίνω]] εἰς αὐτόν, (ὡς τὸ Λατ. muto, Ὁράτ. Carm. 39, Od. I. 17. 2), πόλιν ἐκ πόλεως ἀμ. Πλάτ. Σοφ. 224Β, πρβλ. Παρμ. 138D: οὕτω, μορφὴν ἀμ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Εὐρ. Βάκχ. 4: ἀμ. τὰν ἐμάν [φυλακάν] ὁ αὐτ. Ρῆσ. 527· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 4) [[ἁπλῶς]] = [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], ἀλλοιῶ, χρῶτα βαφῇ Αἰσχύλ. Περσ. 317· χροιᾶς [[ἄνθος]] ὁ αὐτ. Πρ. 23, καὶ οὕτω κατὰ [[μέσον]] τύπον, χροιῆς [[ἄνθος]] ἀμειβομένης Σόλων 27. 6. 5) μετὰ ἐνεργ. μεταβ. σημ. [[κάμνω]] ἄλλους νὰ ἀλλάξωσι, τεύχε’ ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381· [[διαβιβάζω]], παραλαμβάνων [[παρά]] τινος καὶ διδοὺς εἰς ἕτερον, τέκνα... διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν Εὐρ. Ἑκ. 1159. 6) σπανίως ὡς τὸ Μέσ. κατωτέρω (Β. Ι. 3) ἀνταποδίδω, ἀμ. [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 729, πρβλ. Χο. 793. ΙΙ. ἀμετάβ. κατὰ μετοχ. [[ἀμείβοντες]], οἱ, αἱ δοκοὶ αἱ [[σταυροειδῶς]] συναντώμεναι, «δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι [[ὥστε]] βαστάζειν τὴν ὀροφήν, αἵτινες καὶ [[συστάται]] καλοῦνται» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 792, πρβλ. Νόνν. Δ. 37. 588· ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβάδις, Πινδ. Ν. 11. 53: ― οὕτω πιθ., ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε, Λατ. excipit, διαδέχεται, ἀκολουθεῖ, Εὐρ. Ὀρ. 1503. Β. Μέσ., ποιῶ τι ἐκ διαδοχῆς, [[διαδέχομαι]] ἄλλον, ἀπολ., ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, ἐκ διαδοχῆς φυλάσσοντες, Ἰλ. Ι. 471· ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ (πρβλ. [[ἀμοιβαῖος]]) Α. 604: ὠρχείσθην… ἀμειβομένω Ὀδ. Θ. 379· ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους, εἰς τὴν οἰκίαν ἑκάστου ἐκ διαδοχῆς, Ὀδ. Α. 375, Β. 140· ἄρουραι ἀμειβόμεναι, ἀροτριούμεναι καὶ ἀφινόμεναι ἀκαλλιέργητοι ἐκ διαδοχῆς Πινδ. Ν. 6. 17· [[οὕτως]]: ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς, διασταυροῦσαι τὰς ὁπλάς, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν τῶν ἵππων ἢ βοῶν, Πινδ. Π. 4. 403. (πρβλ. Ἰλ. Λ. 547 καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλ. Sinnatque alterna volumina crurum)· ἄλλα [[ἄλλοθεν]] ἀμείβεται, τώρα ἔρχεται ἓν [[πρᾶγμα]], [[ἔπειτα]] δὲ [[ἄλλο]] ἐκ διαδοχῆς, Εὐρ. Ἱππ. 1108· ἀμείβεται [[φόνος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1267: μετὰ μετοχ. θρώσκων ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλον ἀμείβεται, ἐφορμᾷ ἐκ διαδοχῆς… Ἰλ. Ο. 684: ἀμ. στενότητι [[ποικίλλω]] κατὰ τὴν στενότητα, Ξεν. Κυν. 9. 14. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ διαλόγου ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι, ἀποκρίνεσθαι ἀλλήλοις, Ὀδ. Γ. 148, κτλ. καὶ κατὰ μετοχ. ἀμειβόμενος προσέφη, προσηύδα, προσέειπε Ὅμ.: ἀμ. [[πρός]] τινα Ἡρ. 8. 60· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 58, Εὐρ. Τρῳ. 903: ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. τινα μύθῳ, μύθοις, ἐπέεσσιν: [[ὡσαύτως]] ἀμείβεσθαί τινα, [[ἁπλῶς]] ἀποκρίνεσθαί τινι, Ὅμ., κτλ.: τὸν λόγοις ἀμείφθη Πινδ. Π. 4. 180, πρβλ. Θεόκρ. 7. 27· ἀμείβετο τοῖσδε, διὰ τούτων τῶν λέξεων, Ἡρόδ. 1. 35 καὶ ἀλλ.: ― ἀκολούθως μετ’ αἰτ. πράγμ. τούτοις ἀμείβου… εὐμαθές τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 442, πρβλ. 286· μή... σφριγῶντ’ ἀμείψῃ μῦθον Εὐρ. Ἱκ. 478· ἀμείψατο [[ταῦτα]], Ἡρόδ. 1. 37 (ἂν καὶ συχνότερον λέγει τοῖσδε): ἔτι δὲ καὶ [[ταῦτα]] τοὺς φίλους ἀμείψατο Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἱκ. 195· τὸν δέ... μῆτιν... ἀμείβετο, εἰς ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν συμβουλήν, Πινδ. Π. 9. 68· οὐχὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 19. 3) ἀνταποδίδω, ἀποδίδω τὸ ὅμοιόν τινι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγ., δώροισιν ἀμ. τινὰ Ὀδ. Ω. 285· χρηστοῖσι Ἡρόδ. 1. 41, πρβλ. 4. 97· ὁμοίοις Δημ. 458· ἐν τέλ.: μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, τὸν ἄδικον ἀμ. Σοφ. Ἀποσπ. 11: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. εὐεργεσίας χάρισιν Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 15· ἢ μετ’ αἰτ. πράγ. μόνον, [[χάριν]] φιλότητος Σοφ. Ἠλ. 134· βροτῶν ἀσυνεσίας Εὐρ. Φοίν. 1727· τὴν προϋπαρχὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5· σπανίως μετὰ δοτ. προσ. πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Εὐρ. Κύκλ. 311: σπανίως [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τοῦ ἕνεκά τινος, ἀμ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης Λουκ. Ἐνύπ. 15. Σημειωτέον ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[χρῆσις]] [[εἶναι]]: ἀνταποδίδω καλὸν ἀντὶ καλοῦ· ἀλλὰ καὶ κακὸν ἀντὶ καλοῦ, Πινδ. Π. 7. 19· κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1093. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ὡς [[ἀντάλλαγμα]], δι’ ἀνταλλαγῆς, λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν Σοφ. Τρ. 737. 2) ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἀλλάσσω]] τόπον, [[ἐξέρχομαι]] ἢ [[εἰσέρχομαι]], ψυχὴ... ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409: καὶ τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων καταπινομένων, φάρμακα... ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ὀδ. Κ. 328· ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδόν..., ἡ μὲν ἔσω..., ἡ δὲ [[θύραζε]] Ἡσ. Θ. 749· οὕτω: πατρίδ’ ἀμειψάμενος Σόλων 4· ποταμὸν Σιμων. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· βίοτον ἀμείψεται ([[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ἀμείψει) Αἰσχύλ. Χο. 1019· πρόθυρα [[αὐτόθι]] 965· πύλας Εὐρ. Ἄλκ. 752· γῆν οὐρανοῦ ἀμ., τὴν γῆν ἀντὶ τοῦ οὐρανοῦ, Πλούτ. 2.607Ε· [[ὑπὲρ]] οὐδὸν ἀμειβόμενον Θεόκρ. 2.104· [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης πόλεως ἀμειβόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 37D· [[ὡσαύτως]]: ἕτερα δ’ [[ἕτερος]] ἀμείβεται πήματα, διέρχεται δι’ αὐτῶν, ὑφίσταται, Εὐρ. Ὀρ. 979. 3) [[ἀνταλλάσσω]] τι [[πρός]] τι: πρὸς [[νόμισμα]] Πλουτ. Αἰμίλ. 23. ΙΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ· μελισσᾶν πόνον Πινδ. Π. 6. 54, πρβλ. 7. 19· ἴδε [[ἀμεύομαι]]. IV. ἐν Αἰσχύλ. Θ. 856· πίτυλον χεροῖν, ὃς αἰὲν δι’ Ἀχέροντα ἀμ. θεωρίδα, προπέμπει, συνοδεύει (deducit κατὰ Βλωμφίλδιον).
|lstext='''ἀμείβω''': [ᾰ], Ἰλ., Τραγ.: Ἐπ. παρατ. ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381: μελλ. -ψω Αἰσχύλ. Πρ. 23: ἀόρ. ἤμειψα Δωρ. ἄμ- [ᾱ] Πίνδ., ἀπαρ. ἀμεῖψαι Ἡρόδ., μετ. ἀμείψας Τραγ: ― Μέσ., παρατ. ἠμειβόμην Ὅμ., Ἡρόδ., Ἐπ. ἀμ- Ἰλ. Γ. 171, κτλ.: μέλλ. ἀμείψομαι Εὐρ. Ἱκ. 517: ἀόρ. ἠμειψάμην Ἰλ., Σοφ., Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀμ- Ἰλ. Δ. 403, Ἡρόδ.: ― Παθ.: μέλλ. ἀμειφθήσεται Ἡσύχ., ἀόρ. ἠμείφθην Ἀνθ. Π. 7. 589, 638, κτλ. (ἀλλὰ καὶ = ἠμειψάμην Πινδ. Π. 4. 179, Θεόφρ. 7. 27): πρκμ. ἤμειπται Γαλην., ὑπερσ ἤμειπτο Νόνν. ― Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ποιητ. καὶ Ἰων., ἀλλ’ εὕρηται [[ἅπαξ]] ἢ δὶς παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἡ αὐτὴ δὲ [[παρατήρησις]] ἰσχύει καὶ διὰ τὰ σύνθετα ἀντ- ἀπ- ἀνταπ- μετ- αμείβω, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. τὸ [[ἀλλάσσω]] καὶ τὰ σύνθετα αὐτοῦ. (Ἐκ τῆς √ΜΕϜ ἢ ΜΑϜ μετὰ προθεματικοῦ α παράγονται τὰ [[ἀμεύομαι]] (ὅ ἐ. ἀμέϝομαι), [[ἀμείβω]], [[ἀμοιβή]]: πρβλ. Σανσκρ. mîv, mîvâmi (moveo), Λατ. moveo, motus, muto, mutuus. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὰ Σανσκρ. apamayê (muto), mi-mayas ([[ἀνταλλάσσω]]) ὡς λέξεις [[μακρόθεν]] συγγενευούσας. Α. ἐνεργ. [[ἀλλάσσω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), [[ἔντε]]’ ἄμειβεν Ἰλ. Ρ. 192, κτλ.: τί τινος, ὡς γόνυ γουνὸς ἀμείβων, κινῶν βραδέως τὰ γόνατα τὸ ἓν μετὰ τὸ [[ἄλλο]], δηλ. βραδυπορῶν, Ἰλ. Λ. 547 (ἴδε κατωτέρω Β. Ι. 1). κτλ.: ― [[ἑπομένως]] ἢ 1) δίδω πρὸς ἀνταλλαγήν, [[ἀνταλλάσσω]], ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε’ ἄμειβε χρύσεα χαλκείων = ἀντὶ χαλκῶν ἔδιδε χρυσᾶ, Ἰλ. Ζ. 235: δάμαρτ’ ἀμείψας Εὐρ. Ἄλκ. 46· ἴδε κατωτέρω 6: ἢ συνηθέστερον, 2) [[λαμβάνω]] ὡς ἀντάλλαγμά τι [[ἀντί]] τινος Πινδ. Π. 4. 30, Εὐρ. Ἑλ. 1382· πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς, νὰ ἐξαγοράσῃς διδοῦσα, παρέχουσα τὴν σὴν ψ., ὁ αὐτ. Ἄλκ. 462, κτλ.: μεθ’ ἁπλῆς αἰτιατ., τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ἴβυκ. 24. 3) παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] ἐπὶ τόπου, [[ἀλλάσσω]] τὸν τόπον, [[ὅθεν]] [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]· πορθμόν, πόρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, Εὐρ. Ι. Α. 144, κτλ.: [[ὅθεν]] β) ἢ [[ἐξέρχομαι]] οἰκίας τινός, [[καταλείπω]] αὐτήν, ἀμ. στέγας, δώματα, Σοφ. Φ. 1262, Εὐρ. Ἠλ. 750, ἢ εἰσχωρῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς αὐτήν· ἀμ. θύρας Ἡρόδ. 5. 72· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 571: καὶ ἐν γένει [[ἐγκαταλείπω]] τόπον τινά, [[ἀπέρχομαι]] ἢ [[τοὐναντίον]] [[μεταβαίνω]] εἰς αὐτόν, (ὡς τὸ Λατ. muto, Ὁράτ. Carm. 39, Od. I. 17. 2), πόλιν ἐκ πόλεως ἀμ. Πλάτ. Σοφ. 224Β, πρβλ. Παρμ. 138D: οὕτω, μορφὴν ἀμ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Εὐρ. Βάκχ. 4: ἀμ. τὰν ἐμάν [φυλακάν] ὁ αὐτ. Ρῆσ. 527· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2. 4) [[ἁπλῶς]] = [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], ἀλλοιῶ, χρῶτα βαφῇ Αἰσχύλ. Περσ. 317· χροιᾶς [[ἄνθος]] ὁ αὐτ. Πρ. 23, καὶ οὕτω κατὰ [[μέσον]] τύπον, χροιῆς [[ἄνθος]] ἀμειβομένης Σόλων 27. 6. 5) μετὰ ἐνεργ. μεταβ. σημ. [[κάμνω]] ἄλλους νὰ ἀλλάξωσι, τεύχε’ ἄμειβον Ἰλ. Ξ. 381· [[διαβιβάζω]], παραλαμβάνων [[παρά]] τινος καὶ διδοὺς εἰς ἕτερον, τέκνα... διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν Εὐρ. Ἑκ. 1159. 6) σπανίως ὡς τὸ Μέσ. κατωτέρω (Β. Ι. 3) ἀνταποδίδω, ἀμ. [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 729, πρβλ. Χο. 793. ΙΙ. ἀμετάβ. κατὰ μετοχ. [[ἀμείβοντες]], οἱ, αἱ δοκοὶ αἱ [[σταυροειδῶς]] συναντώμεναι, «δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι [[ὥστε]] βαστάζειν τὴν ὀροφήν, αἵτινες καὶ [[συστάται]] καλοῦνται» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 792, πρβλ. Νόνν. Δ. 37. 588· ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβάδις, Πινδ. Ν. 11. 53: ― οὕτω πιθ., ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε, Λατ. excipit, διαδέχεται, ἀκολουθεῖ, Εὐρ. Ὀρ. 1503. Β. Μέσ., ποιῶ τι ἐκ διαδοχῆς, [[διαδέχομαι]] ἄλλον, ἀπολ., ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον, ἐκ διαδοχῆς φυλάσσοντες, Ἰλ. Ι. 471· ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ (πρβλ. [[ἀμοιβαῖος]]) Α. 604: ὠρχείσθην… ἀμειβομένω Ὀδ. Θ. 379· ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους, εἰς τὴν οἰκίαν ἑκάστου ἐκ διαδοχῆς, Ὀδ. Α. 375, Β. 140· ἄρουραι ἀμειβόμεναι, ἀροτριούμεναι καὶ ἀφινόμεναι ἀκαλλιέργητοι ἐκ διαδοχῆς Πινδ. Ν. 6. 17· [[οὕτως]]: ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς, διασταυροῦσαι τὰς ὁπλάς, ἐπὶ τῆς κινήσεως τῶν ποδῶν τῶν ἵππων ἢ βοῶν, Πινδ. Π. 4. 403. (πρβλ. Ἰλ. Λ. 547 καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλ. Sinnatque alterna volumina crurum)· ἄλλα [[ἄλλοθεν]] ἀμείβεται, τώρα ἔρχεται ἓν [[πρᾶγμα]], [[ἔπειτα]] δὲ [[ἄλλο]] ἐκ διαδοχῆς, Εὐρ. Ἱππ. 1108· ἀμείβεται [[φόνος]] ὁ αὐτ. Μήδ. 1267: μετὰ μετοχ. θρώσκων ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλον ἀμείβεται, ἐφορμᾷ ἐκ διαδοχῆς… Ἰλ. Ο. 684: ἀμ. στενότητι [[ποικίλλω]] κατὰ τὴν στενότητα, Ξεν. Κυν. 9. 14. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ διαλόγου ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι, ἀποκρίνεσθαι ἀλλήλοις, Ὀδ. Γ. 148, κτλ. καὶ κατὰ μετοχ. ἀμειβόμενος προσέφη, προσηύδα, προσέειπε Ὅμ.: ἀμ. [[πρός]] τινα Ἡρ. 8. 60· [[πρός]] τι [[αὐτόθι]] 58, Εὐρ. Τρῳ. 903: ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. τινα μύθῳ, μύθοις, ἐπέεσσιν: [[ὡσαύτως]] ἀμείβεσθαί τινα, [[ἁπλῶς]] ἀποκρίνεσθαί τινι, Ὅμ., κτλ.: τὸν λόγοις ἀμείφθη Πινδ. Π. 4. 180, πρβλ. Θεόκρ. 7. 27· ἀμείβετο τοῖσδε, διὰ τούτων τῶν λέξεων, Ἡρόδ. 1. 35 καὶ ἀλλ.: ― ἀκολούθως μετ’ αἰτ. πράγμ. τούτοις ἀμείβου… εὐμαθές τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 442, πρβλ. 286· μή... σφριγῶντ’ ἀμείψῃ μῦθον Εὐρ. Ἱκ. 478· ἀμείψατο [[ταῦτα]], Ἡρόδ. 1. 37 (ἂν καὶ συχνότερον λέγει τοῖσδε): ἔτι δὲ καὶ [[ταῦτα]] τοὺς φίλους ἀμείψατο Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἱκ. 195· τὸν δέ... μῆτιν... ἀμείβετο, εἰς ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν συμβουλήν, Πινδ. Π. 9. 68· οὐχὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 19. 3) ἀνταποδίδω, ἀποδίδω τὸ ὅμοιόν τινι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγ., δώροισιν ἀμ. τινὰ Ὀδ. Ω. 285· χρηστοῖσι Ἡρόδ. 1. 41, πρβλ. 4. 97· ὁμοίοις Δημ. 458· ἐν τέλ.: μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, τὸν ἄδικον ἀμ. Σοφ. Ἀποσπ. 11: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ δοτ. πράγμ. ἀμ. εὐεργεσίας χάρισιν Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 15· ἢ μετ’ αἰτ. πράγ. μόνον, [[χάριν]] φιλότητος Σοφ. Ἠλ. 134· βροτῶν ἀσυνεσίας Εὐρ. Φοίν. 1727· τὴν προϋπαρχὴν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 5· σπανίως μετὰ δοτ. προσ. πολλοῖσι γὰρ κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Εὐρ. Κύκλ. 311: σπανίως [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. τοῦ ἕνεκά τινος, ἀμ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης Λουκ. Ἐνύπ. 15. Σημειωτέον ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ [[χρῆσις]] [[εἶναι]]: ἀνταποδίδω καλὸν ἀντὶ καλοῦ· ἀλλὰ καὶ κακὸν ἀντὶ καλοῦ, Πινδ. Π. 7. 19· κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1093. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ὡς [[ἀντάλλαγμα]], δι’ ἀνταλλαγῆς, λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν Σοφ. Τρ. 737. 2) ὡς τὸ ἐνεργ., [[ἀλλάσσω]] τόπον, [[ἐξέρχομαι]] ἢ [[εἰσέρχομαι]], ψυχὴ... ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409: καὶ τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων καταπινομένων, φάρμακα... ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ὀδ. Κ. 328· ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδόν..., ἡ μὲν ἔσω..., ἡ δὲ [[θύραζε]] Ἡσ. Θ. 749· οὕτω: πατρίδ’ ἀμειψάμενος Σόλων 4· ποταμὸν Σιμων. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· βίοτον ἀμείψεται ([[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ἀμείψει) Αἰσχύλ. Χο. 1019· πρόθυρα [[αὐτόθι]] 965· πύλας Εὐρ. Ἄλκ. 752· γῆν οὐρανοῦ ἀμ., τὴν γῆν ἀντὶ τοῦ οὐρανοῦ, Πλούτ. 2.607Ε· [[ὑπὲρ]] οὐδὸν ἀμειβόμενον Θεόκρ. 2.104· [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης πόλεως ἀμειβόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 37D· [[ὡσαύτως]]: ἕτερα δ’ [[ἕτερος]] ἀμείβεται πήματα, διέρχεται δι’ αὐτῶν, ὑφίσταται, Εὐρ. Ὀρ. 979. 3) [[ἀνταλλάσσω]] τι [[πρός]] τι: πρὸς [[νόμισμα]] Πλουτ. Αἰμίλ. 23. ΙΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ· μελισσᾶν πόνον Πινδ. Π. 6. 54, πρβλ. 7. 19· ἴδε [[ἀμεύομαι]]. IV. ἐν Αἰσχύλ. Θ. 856· πίτυλον χεροῖν, ὃς αἰὲν δι’ Ἀχέροντα ἀμ. θεωρίδα, προπέμπει, συνοδεύει (deducit κατὰ Βλωμφίλδιον).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth