3,274,129
edits
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[θέατρον]], Α ιων. τ. [[θέητρον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα [[δημοσία]] θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν [[θέατρον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό [[έργο]] (α. «όλο το [[θέατρο]] χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το [[θέατρον]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η δραματική [[τέχνη]] ή η δραματική [[λογοτεχνία]] ([[ασχολούμαι]] με το [[θέατρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[γίνομαι]] [[θέατρο]]» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι<br />β) «[[παίζω]] [[θέατρο]]» — [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]]<br />γ) «[[θέατρο]] σκιών» — [[καραγκιόζης]]<br />δ) «[[κάνω]] [[θέατρο]]» — [[σπουδάζω]] τη θεατρική [[τέχνη]] ή [[ασχολούμαι]] επαγγελματικά με το [[θέατρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τόπος]] όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται [[σημαντικά]] γεγονότα («[[θέατρο]] πολέμου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br />«εις το [[θέατρο]] κάποιου» — σε [[κοινή]] θέα, για να μπορεί να δει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θέαμα]], θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου συνεδρίαζε η [[εκκλησία]] του δήμου («ἡ [[ἐκκλησία]] Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εἰσφέρω]] εἰς το [[θέατρον]]» — [[ανεβάζω]] [[έργο]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>θέρε</i>-<i>τρον</i>)]. ΠΑΡ [[θεατρίζω]], [[θεατρικός]], [[θεατρίνος]] (μσν) [[θεατρείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατράκι]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) [[θεατροειδής]], [[θεατρώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεατροκρατία]], [[θεατροκυνηγέσιον]], <i>θεατροκυνήγιον</i>, [[θεατρομανώ]], [[θεατροπώλης]], <i>θεατρογκοπία</i>, [[θεατροτορύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρομανής]], [[θεατρόφιλος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιθέατρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμφιθέατρο]], [[κινηματοθέατρο]], [[κουκλοθέατρο]].]. | |mltxt=το (AM [[θέατρον]], Α ιων. τ. [[θέητρον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[κτήριο]] όπου γίνονται παραστάσεις θεατρικών έργων ή παρουσιάζονται άλλα [[δημοσία]] θεάματα (α. «το Εθνικό Θέατρο» β. «Διονυσιακόν [[θέατρον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οι θεατές που παρακολουθούν θεατρικό [[έργο]] (α. «όλο το [[θέατρο]] χειροκρότησε» β. «ἐς δάκρυα ἔπεσε το [[θέατρον]]», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η δραματική [[τέχνη]] ή η δραματική [[λογοτεχνία]] ([[ασχολούμαι]] με το [[θέατρο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[γίνομαι]] [[θέατρο]]» — γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι<br />β) «[[παίζω]] [[θέατρο]]» — [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[κοροϊδεύω]]<br />γ) «[[θέατρο]] σκιών» — [[καραγκιόζης]]<br />δ) «[[κάνω]] [[θέατρο]]» — [[σπουδάζω]] τη θεατρική [[τέχνη]] ή [[ασχολούμαι]] επαγγελματικά με το [[θέατρο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τόπος]] όπου διαδραματίστηκαν ή διαδραματίζονται [[σημαντικά]] γεγονότα («[[θέατρο]] πολέμου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br />«εις το [[θέατρο]] κάποιου» — σε [[κοινή]] θέα, για να μπορεί να δει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θέαμα]], θεατρική [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου συνεδρίαζε η [[εκκλησία]] του δήμου («ἡ [[ἐκκλησία]] Μουνυχίασιν έν τῷ θεάτρῷ ἐγίγνετο», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εἰσφέρω]] εἰς το [[θέατρον]]» — [[ανεβάζω]] [[έργο]] στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>θέρε</i>-<i>τρον</i>)]. ΠΑΡ [[θεατρίζω]], [[θεατρικός]], [[θεατρίνος]] (μσν) [[θεατρείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατράκι]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) [[θεατροειδής]], [[θεατρώνης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεατροκρατία]], [[θεατροκυνηγέσιον]], <i>θεατροκυνήγιον</i>, [[θεατρομανώ]], [[θεατροπώλης]], <i>θεατρογκοπία</i>, [[θεατροτορύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θεατρομανής]], [[θεατρόφιλος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιθέατρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμφιθέατρο]], [[κινηματοθέατρο]], [[κουκλοθέατρο]].]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[theatre]]=== | |||
Afrikaans: teater; Albanian: teatër; Amharic: ቴያትር; Arabic: مَسْرَح; Egyptian Arabic: مسرح, تياترو; Armenian: թատրոն; Asturian: teatru; Azerbaijani: teatr; Bashkir: театр; Basque: antzerkia; Belarusian: тэатр, тэатар; Bengali: মঞ্চনাটক, থিয়েটার; Bulgarian: театър; Burmese: ကပွဲရုံ, ဇာတ်ရုံ; Catalan: teatre; Chinese Cantonese: 劇場, 剧场; Mandarin: 劇場, 剧场, 劇院, 剧院; Min Nan: 劇場, 剧场; Corsican: teatru; Czech: divadlo; Danish: teater; Dutch: [[theater]]; East Central German: Dhejador; Esperanto: teatrejo; Estonian: teater; Faroese: sjónleikarhús; Finnish: teatteri; French: [[théâtre]]; Georgian: თეატრი; German: [[Theater]], [[Schauspielhaus]], [[Theatergebäude]], [[Theaterhaus]]; Greek: [[θέατρο]]; Ancient Greek: [[θέατρον]]; Greenlandic: isiginnaartitsisarfik; Haitian Creole: teyat; Hebrew: תֵּאַטְרוֹן; Hindi: थिएटर, रंगमंच; Hungarian: színház; Icelandic: leikhús; Indonesian: teater; Irish: amharclann; Istriot: taiatro; Italian: [[teatro]]; Japanese: 劇場, シアター; Kalmyk: җөҗг; Kannada: ರಂಗಭೂಮಿ, ರಂಗಮಂಟಪ; Kashubian: téater; Kazakh: театр; Khmer: រោងល្ខោន; Korean: 극장(劇場); Kyrgyz: театр; Lao: ໂຮງລະຄອນ; Latin: [[theatrum]]; Latvian: teātris; Limburgish: teater; Lithuanian: teatras, vaidykla; Macedonian: театар; Malagasy: sehatra; Malay: teater; Maltese: teatru; Maori: whare tapere, whare purei; Mongolian Cyrillic: театр; Mongolian: ᠲᠢᠶᠠᠲ᠋ᠷ; Norman: thiâtre, théyâte, théatre; Norwegian Bokmål: teater; Nynorsk: teater; Pashto: تياتر, نندارځى; Persian: تئاتر; Polish: teatr; Portuguese: [[teatro]]; Romanian: teatru; Russian: [[театр]]; Rusyn: театр; Scottish Gaelic: taigh-cluiche, talla-cluiche; Serbo-Croatian Cyrillic: театар, позориште, ка̀залӣште; Roman: teátar, pozorište, kàzalīšte; Silesian: tyjater; Sinhalese: නාට්ය කලාව; Slovak: divadlo; Slovene: gledališče; Sorbian Lower Sorbian: źiwadło; Upper Sorbian: dźiwadło; Spanish: [[teatro]]; Swahili: ukumbi, thiata; Swedish: teater; Tagalog: dulaan; Tajik: театр; Tamil: அரங்கு; Tatar: театр; Thai: โรงละคร; Tibetan: ཟློས་གར; Tigrinya: ትያትር; Tocharian B: rānk; Turkish: tiyatro, kökçan; Turkmen: teatr; Ukrainian: театр; Urdu: تھیٹر; Uyghur: تىياتىر, تىياتىرخانا; Uzbek: teatr; Vietnamese: nhà hát; Volapük: teatöp; Walloon: teyåte; Welsh: theatr; Yiddish: טעאַטער; Zhuang: heiqciengz, yienh | |||
}} | }} |