θράσος: Difference between revisions

m
Text replacement - ", in bad sense" to ""
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - ", in bad sense" to "")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[boldness]], [[confidence]], [[courage]], [[daring]], [[effrontery]], [[impertinence]], [[rashness]], [[self-reliance]], [[in bad sense]], [[self-assertion]]
|woodrun=[[boldness]], [[confidence]], [[courage]], [[daring]], [[effrontery]], [[impertinence]], [[rashness]], [[self-reliance]], [[self-assertion]]
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[τόλμη]], μέ κακή [[σημασία]] [[αὐθάδεια]]). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[θαρσέω]] -ῶ, [[θαρσαλέος]] καί [[θαρραλέος]], [[θάρσησις]], [[θαρσητέον]], [[θαρσητικός]], [[θαρσούντως]] καί [[θαρρούντως]], [[θάρσυνος]], [[θαρσύνω]] καί [[θρασύνω]], [[θρασύς]], [[θρασύτης]], [[Θερσίτης]]. (=[[τόλμη]], ὑπερβολικό [[θάρρος]]). Ἀντί τοῦ [[θάρσος]] ἤ [[θάρρος]], ὅπου δές γιά παράγωγα.
|mantxt=τό (=[[τόλμη]], μέ κακή [[σημασία]] [[αὐθάδεια]]). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[θαρσέω]] -ῶ, [[θαρσαλέος]] καί [[θαρραλέος]], [[θάρσησις]], [[θαρσητέον]], [[θαρσητικός]], [[θαρσούντως]] καί [[θαρρούντως]], [[θάρσυνος]], [[θαρσύνω]] καί [[θρασύνω]], [[θρασύς]], [[θρασύτης]], [[Θερσίτης]]. (=[[τόλμη]], ὑπερβολικό [[θάρρος]]). Ἀντί τοῦ [[θάρσος]] ἤ [[θάρρος]], ὅπου δές γιά παράγωγα.
}}
}}