λίκνον: Difference between revisions

m
no edit summary
(CSV import)
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=πλεχτό καλάθι, κούνια). Ἀρχικά ἦταν νίκνον και μέ ἀνομοίωση [[λίκνον]]. Εἶναι συνώνυμο μέ τό [[λικμός]].
|mantxt=(=πλεχτό καλάθι, κούνια). Ἀρχικά ἦταν νίκνον και μέ ἀνομοίωση [[λίκνον]]. Εἶναι συνώνυμο μέ τό [[λικμός]].
}}
{{trml
|trtx====[[winnowing fan]]===
Armenian: քամհար; Chinese Mandarin: 風車, 风车; Finnish: löyhytin; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌸𐌹𐍃𐌺𐌰𐌿𐍂𐍉; Ancient Greek: [[ἀθηρηλοιγός]], [[ἀθηρόβρωτον ὄργανον]], [[βραστήρ]], [[ἐκτίνακτρον]], [[κάνης]], [[λικμάς]], [[λικμητήριον]], [[λίκνον]], [[λῖκνον]], [[λικμός]], [[πτέον]], [[πτυάριον]], [[πτυΐδιον]], [[πτύον]], [[χερσαία πλάτη]]; Japanese: 箕; Kikuyu: gĩtarũrũ; Latin: [[vannus]], [[ventilabrum]]; Polish: wiejadło; Russian: [[веялка]]; Swahili: ungo, uteo; Swedish: vindsikt; Welsh: gwyntyll
}}
}}