Anonymous

λίκνον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίκνον''': τό, ὡς τὸ [[λικμός]], εὐρὺ [[κάνιστρον]] ἐν ᾧ ἐτίθετο ὁ [[σῖτος]] ἐκ τοῦ ἁλωνίου καὶ [[ἐκεῖ]] ἀνερρίπτετο πρὸς τὸν ἄνεμον, [[ὥστε]] νὰ ἀποχωρισθῇ ὁ [[σῖτος]] ἀπὸ τοῦ ἀχύρου (πρβλ. Οὐερ. Γεωπ. 3. 134), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 42· - ἐθεωρεῖτο δὲ ἱερὸν τοῦ Βάκχου καὶ ἔφερον αὐτὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὴν ἑορτὴν [[αὐτοῦ]] πλῆρες τῶν θυτικῶν σκευῶν καὶ τῶν πρώτων καρπῶν, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mystica vannus Iacchi, Σοφ. Ἀποσπ. 724, Ἀνθ. Π. 6. 165· πρβλ. [[λικνίτης]], [[λικνοφόρος]]. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ὁ [[Βάκχος]] ὡς νήπιον παρίστατο φερόμενος ἐν αὐτῷ (ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.)· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ λίκνου [[ἤτοι]] τῆς «κούνιας», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 21, 150, κ. ἄλλ., Καλλ. εἰς Δία 48, Ἄρατ., κτλ. - Ὁ Ζηκ. (Λεξ. Χρηστ. ἐν λ.) λῖκνον.
|lstext='''λίκνον''': τό, ὡς τὸ [[λικμός]], εὐρὺ [[κάνιστρον]] ἐν ᾧ ἐτίθετο ὁ [[σῖτος]] ἐκ τοῦ ἁλωνίου καὶ [[ἐκεῖ]] ἀνερρίπτετο πρὸς τὸν ἄνεμον, [[ὥστε]] νὰ ἀποχωρισθῇ ὁ [[σῖτος]] ἀπὸ τοῦ ἀχύρου (πρβλ. Οὐερ. Γεωπ. 3. 134), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 42· - ἐθεωρεῖτο δὲ ἱερὸν τοῦ Βάκχου καὶ ἔφερον αὐτὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὴν ἑορτὴν [[αὐτοῦ]] πλῆρες τῶν θυτικῶν σκευῶν καὶ τῶν πρώτων καρπῶν, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mystica vannus Iacchi, Σοφ. Ἀποσπ. 724, Ἀνθ. Π. 6. 165· πρβλ. [[λικνίτης]], [[λικνοφόρος]]. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] ὁ [[Βάκχος]] ὡς νήπιον παρίστατο φερόμενος ἐν αὐτῷ (ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.)· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ [[καθόλου]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ λίκνου [[ἤτοι]] τῆς «κούνιας», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 21, 150, κ. ἄλλ., Καλλ. εἰς Δία 48, Ἄρατ., κτλ. - Ὁ Ζηκ. (Λεξ. Χρηστ. ἐν λ.) λῖκνον.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίκνον]] και [[λεῖκνον]])<br />[[κούνια]] μωρού, [[κλίνη]], [[αιώρα]] για [[βρέφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] προέλευσης, [[γενέτειρα]], [[κοιτίδα]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] το [[λίκνο]] του πολιτισμού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από του λίκνου» — από [[κούνια]], από τη βρεφική [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ευρύ [[κάνιστρο]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[σιτάρι]] και το τίναζαν [[ψηλά]] [[προς]] τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[λικμώ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm