δαχτυλήθρα: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[δακτυλήθρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[στεφάνη]], μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή [[φάλαγγα]] του μεσαίου δαχτύλου του χεριού και με την οποία σπρώχνεται η [[βελόνα]] στο [[ράψιμο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κάλυμμα]] του δαχτύλου, δερμάτινο ή από [[άλλη]] ύλη, που χρησιμοποιείται από όσους πλέκουν δίχτυα κ.ά.<br /><b>3.</b> [[μεταλλικός]] [[κάλυκας]] προσαρμοσμένος στο [[κάτω]] [[άκρο]] μπαστουνιού ή ομπρέλας<br /><b>4.</b> [[γένος]] αμφίβιων της οικογένειας τών δακτυληθριδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θήκη]], [[περίβλημα]] του δακτύλου (για να το προφυλάξει από το [[κρύο]], τα εγκαύματα ή τη [[βρομιά]])<br /><b>2.</b> [[είδος]] βασανιστικού οργάνου που συσφίγγει τον αντίχειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θρα</i>- ([[πρβλ]]. [[αλινδήθρα]], [[κολυμβήθρα]] <b>κ.ά.</b>).
|mltxt=η (Α [[δακτυλήθρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[στεφάνη]], μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή [[φάλαγγα]] του μεσαίου δαχτύλου του χεριού και με την οποία σπρώχνεται η [[βελόνα]] στο [[ράψιμο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κάλυμμα]] του δαχτύλου, δερμάτινο ή από [[άλλη]] ύλη, που χρησιμοποιείται από όσους πλέκουν δίχτυα κ.ά.<br /><b>3.</b> [[μεταλλικός]] [[κάλυκας]] προσαρμοσμένος στο [[κάτω]] [[άκρο]] μπαστουνιού ή ομπρέλας<br /><b>4.</b> [[γένος]] αμφίβιων της οικογένειας τών δακτυληθριδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θήκη]], [[περίβλημα]] του δακτύλου (για να το προφυλάξει από το [[κρύο]], τα εγκαύματα ή τη [[βρομιά]])<br /><b>2.</b> [[είδος]] βασανιστικού οργάνου που συσφίγγει τον αντίχειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θρα</i>- ([[πρβλ]]. [[αλινδήθρα]], [[κολυμβήθρα]] <b>κ.ά.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[thumbscrew]]===
Catalan: aixafapolzes; Finnish: peukaloruuvi; French: [[poucette]], [[grésillons]]; German: [[Daumenschraube]]; Ancient Greek: [[δακτυλήθρα]]; Irish: bís ordóige; Italian: [[schiaccia pollici]]; Spanish: [[empulgueras]]
ar: لولب الإبهام; cs: palečnice; de: [[Daumenschraube]]; en: [[thumbscrew]]; es: [[aplastapulgares]]; fi: peukaloruuvi; fr: [[grésillons]]; nl: [[duimschroef]]; pl: zgniatacz kciuków; pt: [[anjinhos]]; ru: [[тиски для больших пальцев]]; simple: thumbscrew; sv: tumskruv; tr: kelebek vidaları
===[[thimble]]===
Afrikaans: vingerhoed; Albanian: gishtëz; Arabic: كُشْتُبَان‎; Hijazi Arabic: كُشْتَبان‎; Armenian: մատնոց; Old Armenian: մատանի; Aromanian: dzidzitar; Assamese: আঙঠা; Azerbaijani: oymaq, üskük; Bashkir: уймаҡ; Belarusian: напарстак; Bengali: অঙ্গুষ্ঠানা; Bulgarian: напръстник; Burmese: အပ်ထောက်; Catalan: didal; Chinese Cantonese: 頂針/顶针; Dungan: динҗынзы, динҗыр; Mandarin: 頂針/顶针, 頂針兒/顶针儿; Hakka: 頂指/顶指; Jin: 頂針子/顶针子; Min Dong: 頂針/顶针; Min Nan: 鍼黹/针黹, 針黹/针黹, 针黹, 指套, 頂針/顶针, 銅指/铜指; Cimbrian: bingarot; Cornish: byskon; Crimean Tatar: oymaq; Czech: náprstek; Dalmatian: ziziul; Danish: fingerbøl; Dolgan: һүүтүк; Dutch: [[vingerhoed]]; Erzya: сургудо; Esperanto: fingringo; Estonian: sõrmkübar; Finnish: sormustin, fingerpori; French: [[dé]], [[dé à coudre]]; Friulian: dedâl, vignarûl; Galician: dedal, alferga, dedil; Georgian: სათითე, სათითური; German: [[Fingerhut]]; Greek: [[δαχτυλήθρα]], [[δακτυλήθρα]]; Ancient Greek: [[δακτυλήθρα]]; Haitian Creole: de; Hausa: sāfī; Hawaiian: komo; Hebrew: אֶצְבָּעוֹן‎; Hindi: अंगुश्ताना, नोक, टोप; Hungarian: gyűszű; Icelandic: fingurbjörg; Indonesian: bidal; Irish: méaracán; Italian: [[ditale]]; Japanese: シンブル, 指貫, 指ぬき; Kashubian: palecznik; Kazakh: оймақ; Khmer: ស្នាប់ដេរ, ស្នាប់ម្រាមដៃ; Korean: 골무; Kurdish Central Kurdish: کلکەوانە‎, قووچەکە‎; Kyrgyz: оймок; Lao: ປອກມື, ສນັບ; Latvian: uzgalis; Lithuanian: antpirštis; Macedonian: напрсток; Malagasy: fanosehana; Malay: bidal; Maltese: vajlora; Manx: mairane; Maori: temara; Mongolian: холбоос, хуруувч; Navajo: nígíí; Norman: dée; Norwegian Bokmål: fingerbøl; Nynorsk: fingerbjørg; Occitan: dedal; Persian: انگشتانه‎; Polish: naparstek; Portuguese: [[dedal]]; Romanian: degetar; Russian: [[напёрсток]]; Sardinian: deidale, didale; Scottish Gaelic: meuran; Serbo-Croatian Cyrillic: напршња̄к, напрстак; Roman: napršnjak, náprstak; Slovak: náprstok; Slovene: naprstnik; Southern Altai: оймок; Spanish: [[dedal]], [[dedo]]; Swahili: kastabini, kustabani; Swedish: fingerborg; Tagalog: dedal, didal; Tajik: ангуштпона; Tamil: விரல் கவசம்; Tatar: уймак; Telugu: అంగులి త్రానము; Thai: ปลอกนิ้ว, สนับ; Turkish: yüksük; Turkmen: oýmak, ýüwse; Tuvan: чүскүк; Ukrainian: наперсток; Urdu: انگشتانہ‎, ٹوپ‎; Uyghur: ئويماق‎; Uzbek: angishvona; Vietnamese: đê; Volapük: doatahät, doatahätil; Welsh: gwniadur; Yakut: сүүтүк
}}
}}