3,273,323
edits
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[μέταλλον]], Μ και [[μέταλλο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[ορυκτό]] με ιδιάζουσα [[λάμψη]] και [[αντοχή]], [[καλός]] [[αγωγός]] της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] να σχηματίζει οξείδια, [[ιδίως]] βασικά<br /><b>2.</b> (ως χαρακτηριστικό της φωνής ή του ήχου) [[καθαρός]], με καθαρό τόνο και [[δυνατός]] («έχει [[φωνή]] [[μέταλλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ευγενή μέταλλα» — ο [[χρυσός]], ο [[λευκόχρυσος]] και ο [[άργυρος]], τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν οξειδώνονται<br />β) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br />γ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη [[φύση]] σε [[σχεδόν]] καθαρή [[μορφή]]<br />δ) «[[εποχή]] του μετάλλου» — η [[περίοδος]] της ιστορίας του ανθρώπου στη Γη από την [[αρχή]] της χρήσης τών μετάλλων [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]] [[φόρος]] από [[εκμετάλλευση]] μεταλλείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταλλείο]], [[ορυχείο]] («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λατομείο]] («μαρμάρου [[μέταλλον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[πολιορκία]]) [[υπόνομος]] («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εργασία]] («οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι [[μέταλλον]]», Αλκίφρ.)<br /><b>4.</b> [[καθετί]] που εξορύσσεται<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἁλὸς [[μέταλλον]]» — [[αλατωρυχείο]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η [[άποψη]], που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. [[μέταλλον]] [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρήματος <i>μεταλλῶ</i> (πιθ. από τη [[φράση]] <i>μετ</i>' <i>ἄλλα</i> «[[προς]] [[αναζήτηση]] άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. <i>μεταλλῶ</i> [[καθώς]] και η λ. [[μέταλλο]] [[είναι]] δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. [[μέταλλο]] δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>metallum</i>) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>metal</i>, γαλλ. <i>metal</i>, ιταλ. <i>metallo</i>). Ο μσν. τ. [[μέταλλο]] «μεταλλικό μουσικό όργανο» [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>metallo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>metallum</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλον]]). Τέλος, η λ. [[μέταλλο]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια [[σειρά]] ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: <i>μεταλλο</i>-[[χημεία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metallo</i>-<i>chimie</i>), [[μεταλλοχρωμία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metallo</i>-<i>chromie</i>) κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεταλλείο]], [[μεταλλεύω]], [[μεταλλικός]], [[μεταλλίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μεταλλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάλλινος]], [[μετάλλιο]], [[μεταλλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μεταλλουργός]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλάρχης]], [[μεταλλόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταλλαγωγός]], | |mltxt=το (ΑM [[μέταλλον]], Μ και [[μέταλλο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[ορυκτό]] με ιδιάζουσα [[λάμψη]] και [[αντοχή]], [[καλός]] [[αγωγός]] της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] να σχηματίζει οξείδια, [[ιδίως]] βασικά<br /><b>2.</b> (ως χαρακτηριστικό της φωνής ή του ήχου) [[καθαρός]], με καθαρό τόνο και [[δυνατός]] («έχει [[φωνή]] [[μέταλλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ευγενή μέταλλα» — ο [[χρυσός]], ο [[λευκόχρυσος]] και ο [[άργυρος]], τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν οξειδώνονται<br />β) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br />γ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη [[φύση]] σε [[σχεδόν]] καθαρή [[μορφή]]<br />δ) «[[εποχή]] του μετάλλου» — η [[περίοδος]] της ιστορίας του ανθρώπου στη Γη από την [[αρχή]] της χρήσης τών μετάλλων [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]] [[φόρος]] από [[εκμετάλλευση]] μεταλλείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταλλείο]], [[ορυχείο]] («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λατομείο]] («μαρμάρου [[μέταλλον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[πολιορκία]]) [[υπόνομος]] («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εργασία]] («οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι [[μέταλλον]]», Αλκίφρ.)<br /><b>4.</b> [[καθετί]] που εξορύσσεται<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἁλὸς [[μέταλλον]]» — [[αλατωρυχείο]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η [[άποψη]], που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. [[μέταλλον]] [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρήματος <i>μεταλλῶ</i> (πιθ. από τη [[φράση]] <i>μετ</i>' <i>ἄλλα</i> «[[προς]] [[αναζήτηση]] άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. <i>μεταλλῶ</i> [[καθώς]] και η λ. [[μέταλλο]] [[είναι]] δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. [[μέταλλο]] δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>metallum</i>) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>metal</i>, γαλλ. <i>metal</i>, ιταλ. <i>metallo</i>). Ο μσν. τ. [[μέταλλο]] «μεταλλικό μουσικό όργανο» [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>metallo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>metallum</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλον]]). Τέλος, η λ. [[μέταλλο]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια [[σειρά]] ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: <i>μεταλλο</i>-[[χημεία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metallo</i>-<i>chimie</i>), [[μεταλλοχρωμία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metallo</i>-<i>chromie</i>) κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεταλλείο]], [[μεταλλεύω]], [[μεταλλικός]], [[μεταλλίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μεταλλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάλλινος]], [[μετάλλιο]], [[μεταλλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μεταλλουργός]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλάρχης]], [[μεταλλόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταλλαγωγός]], [[μεταλλοβιομηχανία]], [[μεταλλογένεια]], [[μεταλλογένεση]], [[μεταλλογνωσία]], [[μεταλλογράφος]], [[μεταλλοειδής]], [[μεταλλοθεραπεία]], [[μεταλλοκαρβονύλιο]], [[μεταλλοκετύλιο]], [[μεταλλόκραμα]], [[μεταλλομάστευση]], [[μεταλλομιγής]], [[μεταλλοξείδιο]], [[μεταλλόπλυση]], [[μεταλλοποίηση]], [[μεταλλοποιός]], [[μεταλλοργανικός]], [[μεταλλοπρίονο]], [[μεταλλοσκοπία]], [[μεταλλοτεχνία]], [[μεταλλούχος]], [[μεταλλοφάνεια]], [[μεταλλοφανής]], [[μεταλλοφοβία]], [[μεταλλοφόρος]], [[μεταλλοχημεία]], [[μεταλλόχρωμος]]]. | ||
}} | }} |