λήθη: Difference between revisions

11 bytes removed ,  8 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λήθη]], Α δωρ. τ. [[λάθα]])<br />το να λησμονεί [[κάποιος]] ή το να λησμονείται [[κάτι]], [[λησμοσύνη]], [[λησμονιά]], [[ξέχασμα]] (α. «κι όλα τους πέφτανε γοργά [[μέσα]] στης λήθης την πλατιάν [[αγκάλη]]», Ζερβ.<br />β. «[[χρόνος]] [[πάντα]] ἐς λήθην [[ἄγει]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[ανικανότητα]] ενθύμησης, [[δηλαδή]] ανακατασκευής μιας παράστασης ή αναγνώρισης της, και [[συνεπώς]] η περιορισμένη [[δυνατότητα]] ενεργοποίησης της γνώσης που έχει αποκτηθεί στο [[παρελθόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λήθη</i><br /><b>1.</b> [[πηγή]] ή [[περιοχή]] του [[κάτω]] κόσμου, όπου οι νεκροί λησμονούσαν [[καθετί]] σχετικό με τον [[επάνω]] κόσμο («εἰς τὸ Λήθης [[πεδίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσωποποίηση]] της λήθης, [[κόρη]] της Έριδος και, [[κατά]] μερικούς συγγραφείς, [[μητέρα]] τών Χαρίτων<br /><b>3.</b> (αλληγορικά) [[αδελφή]] του Θανάτου και του Ύπνου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῆς Λήθης [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] στη Λυσιτανία<br />β) «Λήθης [[ὕδωρ]]» — το [[νερό]] που έπιναν οι νεκροί και λησμονούσαν τον [[επάνω]] κόσμο και το οποίο προερχόταν από την ομώνυμη [[περιοχή]] ή [[πηγή]] του [[κάτω]] κόσμου, το [[νερό]] της λησμονιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] ([[πρβλ]]. <i>λέ</i>-<i>ληθ</i>- <i>α</i>)].
|mltxt=η (AM [[λήθη]], Α δωρ. τ. [[λάθα]])<br />το να λησμονεί [[κάποιος]] ή το να λησμονείται [[κάτι]], [[λησμοσύνη]], [[λησμονιά]], [[ξέχασμα]] (α. «κι όλα τους πέφτανε γοργά [[μέσα]] στης λήθης την πλατιάν [[αγκάλη]]», Ζερβ.<br />β. «[[χρόνος]] [[πάντα]] ἐς λήθην [[ἄγει]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[ανικανότητα]] ενθύμησης, [[δηλαδή]] ανακατασκευής μιας παράστασης ή αναγνώρισης της, και [[συνεπώς]] η περιορισμένη [[δυνατότητα]] ενεργοποίησης της γνώσης που έχει αποκτηθεί στο [[παρελθόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λήθη</i><br /><b>1.</b> [[πηγή]] ή [[περιοχή]] του [[κάτω]] κόσμου, όπου οι νεκροί λησμονούσαν [[καθετί]] σχετικό με τον [[επάνω]] κόσμο («εἰς τὸ Λήθης [[πεδίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσωποποίηση]] της λήθης, [[κόρη]] της Έριδος και, [[κατά]] μερικούς συγγραφείς, [[μητέρα]] τών Χαρίτων<br /><b>3.</b> (αλληγορικά) [[αδελφή]] του Θανάτου και του Ύπνου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῆς Λήθης [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] στη Λυσιτανία<br />β) «Λήθης [[ὕδωρ]]» — το [[νερό]] που έπιναν οι νεκροί και λησμονούσαν τον [[επάνω]] κόσμο και το οποίο προερχόταν από την ομώνυμη [[περιοχή]] ή [[πηγή]] του [[κάτω]] κόσμου, το [[νερό]] της λησμονιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] ([[πρβλ]]. [[λέληθ]]- <i>α</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm