λαβή: Difference between revisions

11 bytes removed ,  8 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4"
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαβή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να το πιάσει ή να το κρατήσει ή να το χρησιμοποιήσει, [[χερούλι]], [[χέρι]], [[πιάσιμο]] (α. «[[λαβή]] στάμνας» β. «[[λαβή]] όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο [[ένας]] [[παλαιστής]] πιάνει τον αντίπαλο και, γενικά, το [[πιάσιμο]] (α. «του έκανε μια αριστοτεχνική [[λαβή]] και τον έριξε» β. «λαβὴ πώγωνος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφορμή]], [[ευκαιρία]], κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «του έδωσες [[λαβή]] και τήν εκμεταλλεύθηκε» β. «μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', [[ἐπειδή]] σοι λαβὴν δέδωκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαβή]] της σφύρας»<br /><b>ανατ.</b> η [[απόφυση]] της σφύρας του αφτιού που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα<br />β) «[[λαβή]] του στέρνου»<br /><b>ανατ.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του οστού του στέρνου, που θυμίζει [[λαβή]] ξίφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να δέχεται ή να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[λήψη]] (α. «τὰς λαβὰς τοῦ φαρμάκου», <b>Γαλ.</b><br />β. «τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[προσβολή]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σφαίρα]]) [[άρπαγμα]]<br /><b>4.</b> (για επίδεσμο) [[τύλιγμα]]<br /><b>5.</b> (για [[βελόνα]]) [[τρύπα]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λαβαί</i> (για μυς) οι προσφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]])].
|mltxt=η (AM [[λαβή]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να το πιάσει ή να το κρατήσει ή να το χρησιμοποιήσει, [[χερούλι]], [[χέρι]], [[πιάσιμο]] (α. «[[λαβή]] στάμνας» β. «[[λαβή]] όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο [[ένας]] [[παλαιστής]] πιάνει τον αντίπαλο και, γενικά, το [[πιάσιμο]] (α. «του έκανε μια αριστοτεχνική [[λαβή]] και τον έριξε» β. «λαβὴ πώγωνος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφορμή]], [[ευκαιρία]], κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «του έδωσες [[λαβή]] και τήν εκμεταλλεύθηκε» β. «μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', [[ἐπειδή]] σοι λαβὴν δέδωκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λαβή]] της σφύρας»<br /><b>ανατ.</b> η [[απόφυση]] της σφύρας του αφτιού που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα<br />β) «[[λαβή]] του στέρνου»<br /><b>ανατ.</b> το [[επάνω]] [[τμήμα]] του οστού του στέρνου, που θυμίζει [[λαβή]] ξίφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να δέχεται ή να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[λήψη]] (α. «τὰς λαβὰς τοῦ φαρμάκου», <b>Γαλ.</b><br />β. «τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[προσβολή]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σφαίρα]]) [[άρπαγμα]]<br /><b>4.</b> (για επίδεσμο) [[τύλιγμα]]<br /><b>5.</b> (για [[βελόνα]]) [[τρύπα]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λαβαί</i> (για μυς) οι προσφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἔλαβ]]-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm