ομφαλός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ ὁμφαλός)<br /><b>1.</b> οπή της κοιλιάς του εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην [[περιφέρεια]] της οποίας προσφύεται το [[περίβλημα]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] του σώματος (α. «από τον ομφαλό και [[πάνω]]» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῦ [[μέχρι]] θεώμενος τὰς θηλείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]], η [[ομφαλίδα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το κεντρικό [[σημείο]], το [[κέντρο]], το [[μέσο]] (α. «[[ομφαλός]] της Γης» — οι [[Δελφοί]], σύμφωνα με την [[αντίληψη]] τών αρχαίων<br />β. «της ἐρήμου καταλαμβάνει τον όμφαλόν», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ουλή]] που απομένει στο [[τοίχωμα]] της κοιλιάς [[μετά]] την [[απόπτωση]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> α) το [[κέντρο]] τών τεταρτοκυκλίων της ιωνικής [[σπείρας]]<br />β) ο [[κεντρικός]] [[κυκλίσκος]] από τον οποίο εκφύονται οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου, αλλ. [[οφθαλμός]] ή [[άξονας]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[μίσχος]] του σύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]] ή [[κόσμημα]] στο [[μέσο]] της ασπίδας<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] ή μικρό [[καρφί]] [[πάνω]] στον [[ζυγό]] για [[πρόσδεση]] με το [[ζυγόδεσμο]]<br /><b>3.</b> [[πώμα]] που έκλεινε στα λουτρά την οπή από την οποία χύνονταν τα ακάθαρτα ύδατα<br /><b>4.</b> το [[σημείο]] του άνθους όπου βρίσκεται ο [[σπόρος]]<br /><b>5.</b> [[εξόγκωμα]] της κηκίδας της δρυός<br /><b>6.</b> το [[κέντρο]] στρατεύματος<br /><b>7.</b> ο [[κεντρικός]] [[λίθος]] αψίδας ή θόλου<br /><b>8.</b> [[θόλος]], [[τύμβος]], [[τάφος]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀμφαλοί</i><br />τα κοσμήματα στο καθένα από τα δύο [[άκρα]] της ράβδου, [[γύρω]] από την οποία τυλίγονταν τα βιβλία σε [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «γῆς [[ὀμφαλός]]» — το [[φυτό]] [[κοτυληδών]] το [[κυμβάλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] μορφών στις διάφορες γλώσσες, [[γεγονός]] που εξηγείται από τον λαϊκό χαρακτήρα της. Η λ. [[ὀμφαλός]] αντιστοιχεί, [[μεταξύ]] άλλων, [[προς]] λατ. <i>umbilicus</i> «[[ομφαλός]]», αρχ. ιρλδ. <i>imbliu</i>, λατ. <i>umbo</i>, <i>ō</i><i>nis</i> «[[ομφαλός]] ασπίδας, [[πτυχή]] τηβέννου, [[αγκώνας]], [[άμβωνας]]», αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i> «[[μεγάλη]] [[κοιλιά]]», αρχ. σαξ. <i>ambon</i> «[[κοιλιακός]]» (για την [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων με -<i>λ</i>- και -<i>ν</i>-, <b>πρβλ.</b> [[αγκάλη]]: [[αγκών]]), αρχ. ινδ. <i>n</i><i>ā</i><i>bhi</i>- «[[ομφαλός]]», λεττον. <i>naba</i> «[[ομφαλός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>nabalo</i> «[[ομφαλός]]», αγγλοσαξ. <i>nafu</i> «[[κέντρο]] ρόδας», <i>nafela</i> «[[ομφαλός]]». Η [[μελέτη]] τών τύπων αυτών οδηγεί σε δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας ρίζας: α) <i>embh</i><br />/ <i>ombh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ομφαλός]], λατ. <i>umbo</i>)<br />β) <i>nobh</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>n</i><i>ā</i><i>bhi</i>-) (<b>βλ.</b> και λ. <i>όνομα</i>). Σύμφωνα με μία [[άποψη]], οι λέξεις αυτές ανάγονται σε [[ρίζα]] με αρκτικό λαρυγγικό φθόγγο, η οποία έλαβε δύο μορφές: α) <i>ә</i><sub>3</sub><i>embh</i>-, απ' όπου τα [[ομφαλός]], αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i>, λατ. <i>umbilicus</i><br />και β) <i>ә</i><sub>3</sub><i>nobh</i>- απ' όπου τα αρχ. άνω γερμ. <i>naba</i>, αρχ. πρωσ. <i>nabis</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αρχική ρ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η ρ. <i>nebh</i>- / <i>nobh</i>- / <i>nbh</i>- ([[χωρίς]] λαρυγγικό φθόγγο), της οποίας την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>nobh</i>- εμφανίζει η ελλ. λ. [[ὀμφαλός]]: <i>ὀ</i>-<i>νοφ</i>-<i>αλος</i> με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>νομα</i>) και [[κατόπιν]] συγκοπής του φωνήεντος της ρίζας <i>ὀ</i>-<i>νφ</i>-<i>αλος</i>. Σύμφωνα με την [[ίδια]] [[θεωρία]], οι γερμ. λ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i> «[[μεγάλη]] [[κοιλιά]]», αρχ. σαξ. <i>ambon</i> «[[κοιλιακός]]»)δεν [[πρέπει]] να ενταχθούν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] λ., λόγω της διαφορετικής σημασίας τους. Τέλος, η λ. [[ὀμφαλός]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν μέρη του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>αγκ</i>-<i>άλ</i>-<i>η</i>, <i>κεφ</i>-<i>αλ</i>-<i>ή</i>, <i>μασχ</i>-<i>άλ</i>-<i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ομφαλίδα]](-<i>ίς</i>), [[ομφαλικός]], [[ομφάλιος]], [[ομφαλώδης]], [[ομφαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομφαλιστήρ]], [[ομφαλόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομφαλίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ομφαλοειδής]], [[ομφαλοτόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομφαλόκαρπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ομφαλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομφαλεκτομή]], [[ομφαλεπίδεσμος]], [[ομφαλόδεσμος]], [[ομφαλοθρυψία]], [[ομφαλοκήλη]], [[ομφαλοκυστικός]], [[ομφαλομαντεία]], <i>ομφαλομεσεντερικός</i>, [[ομφαλοπρόπτωση]], [[ομφαλορραγία]], [[ομφαλόρροια]], [[ομφαλοσκόπος]], [[ομφαλοτρίπτης]], [[ομφαλοτριψία]], [[ομφαλοφλεβίτιδα]]. (Β συνθετικό) [[εξόμφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαλανειόμφαλος]], [[δωδεκόμφαλος]], [[μεσόμφαλος]], [[μονόμφαλος]], [[ορθόμφαλος]], [[πνευματόμφαλος]], [[πολυόμφαλος]], [[υδρόμφαλος]], [[χρυσόμφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόμφαλος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ ὁμφαλός)<br /><b>1.</b> οπή της κοιλιάς του εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην [[περιφέρεια]] της οποίας προσφύεται το [[περίβλημα]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>2.</b> το [[μέσο]] του σώματος (α. «από τον ομφαλό και [[πάνω]]» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῦ [[μέχρι]] θεώμενος τὰς θηλείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]], η [[ομφαλίδα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το κεντρικό [[σημείο]], το [[κέντρο]], το [[μέσο]] (α. «[[ομφαλός]] της Γης» — οι [[Δελφοί]], σύμφωνα με την [[αντίληψη]] τών αρχαίων<br />β. «της ἐρήμου καταλαμβάνει τον όμφαλόν», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ουλή]] που απομένει στο [[τοίχωμα]] της κοιλιάς [[μετά]] την [[απόπτωση]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> α) το [[κέντρο]] τών τεταρτοκυκλίων της ιωνικής [[σπείρας]]<br />β) ο [[κεντρικός]] [[κυκλίσκος]] από τον οποίο εκφύονται οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου, αλλ. [[οφθαλμός]] ή [[άξονας]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[μίσχος]] του σύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύρτωμα]] ή [[κόσμημα]] στο [[μέσο]] της ασπίδας<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] ή μικρό [[καρφί]] [[πάνω]] στον [[ζυγό]] για [[πρόσδεση]] με το [[ζυγόδεσμο]]<br /><b>3.</b> [[πώμα]] που έκλεινε στα λουτρά την οπή από την οποία χύνονταν τα ακάθαρτα ύδατα<br /><b>4.</b> το [[σημείο]] του άνθους όπου βρίσκεται ο [[σπόρος]]<br /><b>5.</b> [[εξόγκωμα]] της κηκίδας της δρυός<br /><b>6.</b> το [[κέντρο]] στρατεύματος<br /><b>7.</b> ο [[κεντρικός]] [[λίθος]] αψίδας ή θόλου<br /><b>8.</b> [[θόλος]], [[τύμβος]], [[τάφος]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀμφαλοί</i><br />τα κοσμήματα στο καθένα από τα δύο [[άκρα]] της ράβδου, [[γύρω]] από την οποία τυλίγονταν τα βιβλία σε [[σχήμα]] κυλίνδρου<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «γῆς [[ὀμφαλός]]» — το [[φυτό]] [[κοτυληδών]] το [[κυμβάλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] μορφών στις διάφορες γλώσσες, [[γεγονός]] που εξηγείται από τον λαϊκό χαρακτήρα της. Η λ. [[ὀμφαλός]] αντιστοιχεί, [[μεταξύ]] άλλων, [[προς]] λατ. <i>umbilicus</i> «[[ομφαλός]]», αρχ. ιρλδ. <i>imbliu</i>, λατ. <i>umbo</i>, <i>ō</i><i>nis</i> «[[ομφαλός]] ασπίδας, [[πτυχή]] τηβέννου, [[αγκώνας]], [[άμβωνας]]», αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i> «[[μεγάλη]] [[κοιλιά]]», αρχ. σαξ. <i>ambon</i> «[[κοιλιακός]]» (για την [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων με -<i>λ</i>- και -<i>ν</i>-, <b>πρβλ.</b> [[αγκάλη]]: [[αγκών]]), αρχ. ινδ. <i>n</i><i>ā</i><i>bhi</i>- «[[ομφαλός]]», λεττον. <i>naba</i> «[[ομφαλός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>nabalo</i> «[[ομφαλός]]», αγγλοσαξ. <i>nafu</i> «[[κέντρο]] ρόδας», <i>nafela</i> «[[ομφαλός]]». Η [[μελέτη]] τών τύπων αυτών οδηγεί σε δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας ρίζας: α) <i>embh</i><br />/ <i>ombh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ομφαλός]], λατ. <i>umbo</i>)<br />β) <i>nobh</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>n</i><i>ā</i><i>bhi</i>-) (<b>βλ.</b> και λ. <i>όνομα</i>). Σύμφωνα με μία [[άποψη]], οι λέξεις αυτές ανάγονται σε [[ρίζα]] με αρκτικό λαρυγγικό φθόγγο, η οποία έλαβε δύο μορφές: α) <i>ә</i><sub>3</sub><i>embh</i>-, απ' όπου τα [[ομφαλός]], αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i>, λατ. <i>umbilicus</i><br />και β) <i>ә</i><sub>3</sub><i>nobh</i>- απ' όπου τα αρχ. άνω γερμ. <i>naba</i>, αρχ. πρωσ. <i>nabis</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αρχική ρ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η ρ. <i>nebh</i>- / <i>nobh</i>- / <i>nbh</i>- ([[χωρίς]] λαρυγγικό φθόγγο), της οποίας την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>nobh</i>- εμφανίζει η ελλ. λ. [[ὀμφαλός]]: <i>ὀ</i>-<i>νοφ</i>-<i>αλος</i> με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- ([[πρβλ]]. [[ὄνομα]]) και [[κατόπιν]] συγκοπής του φωνήεντος της ρίζας <i>ὀ</i>-<i>νφ</i>-<i>αλος</i>. Σύμφωνα με την [[ίδια]] [[θεωρία]], οι γερμ. λ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>amban</i> «[[μεγάλη]] [[κοιλιά]]», αρχ. σαξ. <i>ambon</i> «[[κοιλιακός]]»)δεν [[πρέπει]] να ενταχθούν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] λ., λόγω της διαφορετικής σημασίας τους. Τέλος, η λ. [[ὀμφαλός]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν μέρη του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>αγκ</i>-<i>άλ</i>-<i>η</i>, <i>κεφ</i>-<i>αλ</i>-<i>ή</i>, <i>μασχ</i>-<i>άλ</i>-<i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ομφαλίδα]](-<i>ίς</i>), [[ομφαλικός]], [[ομφάλιος]], [[ομφαλώδης]], [[ομφαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομφαλιστήρ]], [[ομφαλόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομφαλίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ομφαλοειδής]], [[ομφαλοτόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομφαλόκαρπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ομφαλόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομφαλεκτομή]], [[ομφαλεπίδεσμος]], [[ομφαλόδεσμος]], [[ομφαλοθρυψία]], [[ομφαλοκήλη]], [[ομφαλοκυστικός]], [[ομφαλομαντεία]], <i>ομφαλομεσεντερικός</i>, [[ομφαλοπρόπτωση]], [[ομφαλορραγία]], [[ομφαλόρροια]], [[ομφαλοσκόπος]], [[ομφαλοτρίπτης]], [[ομφαλοτριψία]], [[ομφαλοφλεβίτιδα]]. (Β συνθετικό) [[εξόμφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαλανειόμφαλος]], [[δωδεκόμφαλος]], [[μεσόμφαλος]], [[μονόμφαλος]], [[ορθόμφαλος]], [[πνευματόμφαλος]], [[πολυόμφαλος]], [[υδρόμφαλος]], [[χρυσόμφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόμφαλος]]].
}}
}}