σηπία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], δεκάποδων κεφαλόποδων [[μαλακίων]], κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] [[σουπιά]]<br /><b>2.</b> [[τύπος]] μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια [[κεφαλόποδα]] [[μαλάκια]] και, [[κυρίως]], από τις σουπιές, [[γνωστός]] από την [[αρχαιότητα]], που χρησιμοποιήθηκε όμως [[μετά]] την Αναγέννηση ως [[μέσο]] σχεδιασμού, κν. [[σέπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ., αν και [[ονομασία]] ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>ταιν</i>-<i>ία</i>), [[αντί]] για το συνηθέστερο [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>pia</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[σουπιά]] (<b>πρβλ.</b> [[σησάμιον]]: [[σουσάμι]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], δεκάποδων κεφαλόποδων [[μαλακίων]], κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την [[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] [[σουπιά]]<br /><b>2.</b> [[τύπος]] μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια [[κεφαλόποδα]] [[μαλάκια]] και, [[κυρίως]], από τις σουπιές, [[γνωστός]] από την [[αρχαιότητα]], που χρησιμοποιήθηκε όμως [[μετά]] την Αναγέννηση ως [[μέσο]] σχεδιασμού, κν. [[σέπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ., αν και [[ονομασία]] ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>ταιν</i>-<i>ία</i>), [[αντί]] για το συνηθέστερο [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καρχαρίας]], [[ξιφίας]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>pia</i>), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[σουπιά]] (<b>πρβλ.</b> [[σησάμιον]]: [[σουσάμι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm