σιφλός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως λυκία λ.) α) [[μαλακός]], [[απαλός]], [[σπογγώδης]] («[[νάρθηξ]] τὰ ἐντὸς [[σιφλός]]», <b>Ευστ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «[[ῥάθυμος]] καὶ οὐκ [[ἐνεργός]]»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[έλλειψη]] ή [[ελάττωμα]] σε ένα [[μέλος]] ή [[τμήμα]] του σώματός του και, [[ιδίως]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]] στα πόδια, [[κουτσός]] («[[πόδα]] [[σιφλός]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τα μάτια) αυτός που δεν βλέπει καλά, ο μύωπας<br /><b>3.</b> (για [[ψάρι]]) [[πειναλέος]], [[αδηφάγος]] («πλωτῶν σιφλὸν [[γένος]]», Οππ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πλεονέκτης]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επίθ. με [[επίθημα]] -<i>λός</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. που αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>τυφ</i>-<i>λός</i>, <i>χω</i>-<i>λός</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]». Έχει διατυπωθεί από τον Ευστάθιο η [[υπόθεση]] ότι το επίθ. [[σιφλός]] με σημ. «[[σπογγώδης]], [[μαλακός]]» (<b>πρβλ.</b> [[σίφλωμα]]) έχει προέλθει από τη [[Λυκία]]. Ωστόσο, αυτή η σημ. μπορεί να έχει προέλθει από συμφυρμό με το επίθ. [[σιφνός]] «[[κενός]]»].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως λυκία λ.) α) [[μαλακός]], [[απαλός]], [[σπογγώδης]] («[[νάρθηξ]] τὰ ἐντὸς [[σιφλός]]», <b>Ευστ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) «[[ῥάθυμος]] καὶ οὐκ [[ἐνεργός]]»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ανάξιος]] εμπιστοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[έλλειψη]] ή [[ελάττωμα]] σε ένα [[μέλος]] ή [[τμήμα]] του σώματός του και, [[ιδίως]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]] στα πόδια, [[κουτσός]] («[[πόδα]] [[σιφλός]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τα μάτια) αυτός που δεν βλέπει καλά, ο μύωπας<br /><b>3.</b> (για [[ψάρι]]) [[πειναλέος]], [[αδηφάγος]] («πλωτῶν σιφλὸν [[γένος]]», Οππ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πλεονέκτης]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επίθ. με [[επίθημα]] -<i>λός</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. που αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες ([[πρβλ]]. [[τυφλός]], [[χωλός]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]». Έχει διατυπωθεί από τον Ευστάθιο η [[υπόθεση]] ότι το επίθ. [[σιφλός]] με σημ. «[[σπογγώδης]], [[μαλακός]]» (<b>πρβλ.</b> [[σίφλωμα]]) έχει προέλθει από τη [[Λυκία]]. Ωστόσο, αυτή η σημ. μπορεί να έχει προέλθει από συμφυρμό με το επίθ. [[σιφνός]] «[[κενός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm