σάλπιγγα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σάλπιγξ]], -ιγγος, ΝΜΑ<br />πνευστό μουσικό όργανο, κατασκευασμένο από [[μέταλλο]], το οποίο παράγει ήχο καθαρό και διαπεραστικό με τη [[δόνηση]] τών χειλιών [[πάνω]] σε ένα κυπελλόσχημο [[επιστόμιο]] και χρησιμοποιείται [[σήμερα]], [[κυρίως]] στο στρατό, για την [[μετάδοση]] τών παραγγελμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (παλαιότερα) [[εξάρτημα]] αυτοκινήτου, [[κλάξον]], [[κόρνα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε [[βραχείς]] και ευρείς αγωγούς (α. «ευσταχιανή [[σάλπιγγα]]» — <b>βλ.</b> [[ευσταχιανός]]<br />β. «[[φαλλόπειος]] [[σάλπιγγα]]» — <b>βλ.</b> [[φαλλόπειος]])<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σάλπιγξ]] Χριστοῦ»<br /><b>μτφ.</b> το [[ευαγγέλιο]]<br />β) «ἡ [[μεγάλη]] τοῦ πνεύματος [[σάλπιγξ]]» — [[προσωνυμία]] του αποστόλου Παύλου<br />γ) «ἡ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος [[σάλπιγξ]]» — [[προσωνυμία]] του Βαρνάβα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σάλπισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]]<br /><b>3.</b> [[ένας]] [[κομήτης]]<br /><b>4.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στο Άργος ως εφευρέτιδας της σάλπιγγας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σάλπιγξ]] ἡ [[ἱερά]]» — [[σάλπιγγα]] χρησιμοποιούμενη για ιερούς σκοπούς<br />β) «Πιερικὰ [[σάλπιγξ]]»<br /><b>μτφ.</b> [[προσωνυμία]] του Πινδάρου<br />γ) «Παιανέων [[σάλπιγξ]]»<br /><b>μτφ.</b> [[προσωνυμία]] του Δημοσθένους<br />δ) «οὐρανίη [[σάλπιγξ]]» — η [[βροντή]]<br />ε) «Τυρσηνικὴ [[σάλπιγξ]]» — [[σάλπιγγα]] με πολύ οξύ, διαπεραστικό ήχο<br />στ) «[[σάλπιγξ]] [[θαλασσία]]» — το [[ψάρι]] [[σάλπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. μουσικών οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>σύρ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>φόρμ</i>-<i>ιγξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. του μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το λιθουαν. <i>švilpti</i> «[[σφυρίζω]]»].
|mltxt=η / [[σάλπιγξ]], -ιγγος, ΝΜΑ<br />πνευστό μουσικό όργανο, κατασκευασμένο από [[μέταλλο]], το οποίο παράγει ήχο καθαρό και διαπεραστικό με τη [[δόνηση]] τών χειλιών [[πάνω]] σε ένα κυπελλόσχημο [[επιστόμιο]] και χρησιμοποιείται [[σήμερα]], [[κυρίως]] στο στρατό, για την [[μετάδοση]] τών παραγγελμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (παλαιότερα) [[εξάρτημα]] αυτοκινήτου, [[κλάξον]], [[κόρνα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε [[βραχείς]] και ευρείς αγωγούς (α. «ευσταχιανή [[σάλπιγγα]]» — <b>βλ.</b> [[ευσταχιανός]]<br />β. «[[φαλλόπειος]] [[σάλπιγγα]]» — <b>βλ.</b> [[φαλλόπειος]])<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σάλπιγξ]] Χριστοῦ»<br /><b>μτφ.</b> το [[ευαγγέλιο]]<br />β) «ἡ [[μεγάλη]] τοῦ πνεύματος [[σάλπιγξ]]» — [[προσωνυμία]] του αποστόλου Παύλου<br />γ) «ἡ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος [[σάλπιγξ]]» — [[προσωνυμία]] του Βαρνάβα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σάλπισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]]<br /><b>3.</b> [[ένας]] [[κομήτης]]<br /><b>4.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς στο Άργος ως εφευρέτιδας της σάλπιγγας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σάλπιγξ]] ἡ [[ἱερά]]» — [[σάλπιγγα]] χρησιμοποιούμενη για ιερούς σκοπούς<br />β) «Πιερικὰ [[σάλπιγξ]]»<br /><b>μτφ.</b> [[προσωνυμία]] του Πινδάρου<br />γ) «Παιανέων [[σάλπιγξ]]»<br /><b>μτφ.</b> [[προσωνυμία]] του Δημοσθένους<br />δ) «οὐρανίη [[σάλπιγξ]]» — η [[βροντή]]<br />ε) «Τυρσηνικὴ [[σάλπιγξ]]» — [[σάλπιγγα]] με πολύ οξύ, διαπεραστικό ήχο<br />στ) «[[σάλπιγξ]] [[θαλασσία]]» — το [[ψάρι]] [[σάλπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. μουσικών οργάνων ([[πρβλ]]. [[σύριγξ]], [[φόρμιγξ]]). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. του μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το λιθουαν. <i>švilpti</i> «[[σφυρίζω]]»].
}}
}}