φλομίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λαμιίδες της τάξης [[λαμιώδη]] και περιλαμβάνει 100 [[περίπου]] είδη, από τα οποία [[οκτώ]] απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]], κν. γνωστά ως αγκάθαρος, [[ασφάκα]], [[αφάκα]], [[σφάκα]], [[φλόμος]], καλογρίτσα κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «φλομὶς λυχνῑτις» — [[είδος]] φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>, <i>τευτλ</i>-<i>ίς</i>). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phlomis</i>].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λαμιίδες της τάξης [[λαμιώδη]] και περιλαμβάνει 100 [[περίπου]] είδη, από τα οποία [[οκτώ]] απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]], κν. γνωστά ως αγκάθαρος, [[ασφάκα]], [[αφάκα]], [[σφάκα]], [[φλόμος]], καλογρίτσα κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «φλομὶς λυχνῑτις» — [[είδος]] φυτού τα φύλλα του οποίου, λόγω τών απορροφητικών τους ιδιοτήτων, χρησίμευαν ως θρυαλλίδες λυχνιών (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]], [[τευτλίς]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phlomis</i>].
}}
}}