τρυγόνα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[τρυγών]], -όνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυγών]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών [[ευρέως]] διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον ο τ. [[τρυγόνα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] ωοτόκου ζώου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τρυγόνος λαλίστερος» <br />α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πονηρὰ κατὰ [[τρυγόνα]] ψάλλεις<br />ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ [[τρυγών]], [[ἐπειδὰν]] πεινᾷ, [[τότε]] [[μάλιστα]] ψάλλει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. [[προς]] το ρ. [[τρύζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύζω]]) με [[επίθημα]] -<i>ών</i>, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>ἀηδ</i>-<i>ών</i>, <i>ἀλκυ</i>-<i>ών</i>). Η λ. [[τρυγών]] χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα [[είδος]] ψαριού, [[κατά]] μία [[άποψη]] λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το [[ψάρι]] αυτό όταν βγαίνει από το [[νερό]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] κατ' ευφημισμόν].
|mltxt=η / [[τρυγών]], -όνος, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[τρυγών]] Ν<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών [[ευρέως]] διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον ο τ. [[τρυγόνα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τρυγόνι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] ωοτόκου ζώου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τρυγόνος λαλίστερος» <br />α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πονηρὰ κατὰ [[τρυγόνα]] ψάλλεις<br />ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ [[τρυγών]], [[ἐπειδὰν]] πεινᾷ, [[τότε]] [[μάλιστα]] ψάλλει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. [[προς]] το ρ. [[τρύζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύζω]]) με [[επίθημα]] -<i>ών</i>, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών ([[πρβλ]]. [[ἀηδών]], [[ἀλκυών]]). Η λ. [[τρυγών]] χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα [[είδος]] ψαριού, [[κατά]] μία [[άποψη]] λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το [[ψάρι]] αυτό όταν βγαίνει από το [[νερό]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] κατ' ευφημισμόν].
}}
}}