3,273,773
edits
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[Τούρκα]] και Τούρκισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τουρκική [[καταγωγή]], που ανήκει στο τουρκικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μωαμεθανός]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις;»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκληρός]] και [[άσπλαχνος]] [[άνθρωπος]]<br />β) πολύ θυμωμένος, [[έξαλλος]] από [[οργή]] («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως προσηγ.</b>) <i>τούρκος</i><br />(για [[ξίδι]] ή οινοπνευματώδες [[ποτό]]) πολύ [[αψύς]] («αυτό το [[ξίδι]] [[είναι]] τούρκος»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν [[Τούρκος]], οθωμανικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>turk</i>. Η λ. [[Τούρκος]] απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει [[σχέση]] ή προέρχεται από τους Τούρκους (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκο</i>-[[λόγος]], <i>τουρκο</i>-[[μερίτης]], <i>τουρκο</i>-[[φάγος]]). Παράλληλα, όμως, λόγω της αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό <i>τουρκ</i>(<i>ο</i>)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. του σκληρού, του άγριου, του βίαιου (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκ</i>-[[άλογο]], <i>τουρκό</i>-<i>γερος</i>), [[αλλά]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με [[χροιά]] υποτιμητική ή υβριστική ( | |mltxt=ο, θηλ. [[Τούρκα]] και Τούρκισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τουρκική [[καταγωγή]], που ανήκει στο τουρκικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μωαμεθανός]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις;»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκληρός]] και [[άσπλαχνος]] [[άνθρωπος]]<br />β) πολύ θυμωμένος, [[έξαλλος]] από [[οργή]] («μ' έκανε Τούρκο με το φέρσιμό του»)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως προσηγ.</b>) <i>τούρκος</i><br />(για [[ξίδι]] ή οινοπνευματώδες [[ποτό]]) πολύ [[αψύς]] («αυτό το [[ξίδι]] [[είναι]] τούρκος»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αλά τούρκα» — τούρκικα, σαν [[Τούρκος]], οθωμανικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>turk</i>. Η λ. [[Τούρκος]] απαντά ως α' συνθετικό σε αρκετές νεοελλ. λ. και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει [[σχέση]] ή προέρχεται από τους Τούρκους (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκο</i>-[[λόγος]], <i>τουρκο</i>-[[μερίτης]], <i>τουρκο</i>-[[φάγος]]). Παράλληλα, όμως, λόγω της αγριότητας τών Τούρκων κατακτητών, το α' συνθετικό <i>τουρκ</i>(<i>ο</i>)- χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένα σύνθ. για να προσδώσει τη σημ. του σκληρού, του άγριου, του βίαιου (<b>πρβλ.</b> <i>τουρκ</i>-[[άλογο]], <i>τουρκό</i>-<i>γερος</i>), [[αλλά]] και σε ορισμένες περιπτώσεις με [[χροιά]] υποτιμητική ή υβριστική ([[πρβλ]]. [[τουρκόβοϊδο]], [[τουρκόσπορος]]) για να δηλώσει την [[αντίσταση]] στη γνωστή σκληρή [[στάση]] τών Τούρκων [[απέναντι]] στους Έλληνες και γενικότερα στους χριστιανούς]. | ||
}} | }} |