3,277,119
edits
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σῶος]], -ώα, -ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. [[σόος]], -η, -ον και σᾱος, -ον, Α<br />αυτός που δεν έχει υποστεί [[κακό]], [[βλάβη]] ή [[ατύχημα]], [[αβλαβής]], [[ακέραιος]], [[άρτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικό [[ποσό]]) [[αμείωτος]] («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[ασφαλής]], [[βέβαιος]] («σῶς αἰπὸς [[ὄλεθρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σῶος]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]», μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>w</i>- / <i>t</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>w</i>- «[[φουσκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tav</i><i>ī</i><i>ti</i> «[[είμαι]] [[ισχυρός]]», <i>tavas</i>- «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]», αβεστ. <i>tav</i>- «έχω τη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]]») και έχει σχηματιστεί από τ. <i>tw</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>-<i>u</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] της ρίζας (όπως συμβαίνει [[συχνά]] με τα επίθ. σε -<i>u</i>-, <b>βλ.</b> [[ταΰς]] <span style="color: red;"><</span> <i>t</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>u</i>-) και [[μετάθεση]] τών -<i>ә</i><sub>2 </sub><i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σῶμα]], [[σωρός]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>tw</i><i>ō</i>-). Ο τ. "<i>tw</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>-<i>u</i>- θα έδινε στην Ελληνική τ. <i>σαΰς</i> (με συριστικοποίηση του συμπλέγματος <i>tw</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάρξ]], [[σείω]]), που, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, αντικαταστάθηκε από τ. <i>σά</i>(<i>F</i>)<i>ος</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] και ο [[αρχικός]] τ. του [[σῶος]] (<b>πρβλ.</b> το κυπρ. ανθρωπωνύμιο <i>ΣαFο</i>-<i>κλέFης</i>, το συνθ. [[σαόφρων]] και το ομηρ. <i>σαώτερος</i>). Από τον τ. [[σάος]] προήλθε ο αττ. τ. <i>σώς</i> με [[συναίρεση]] τών -<i>αο</i>- [[καθώς]] και ο επικ. τ. [[σόος]] με συμφυρμό του [[σάος]] με τους τ. σῶς και [[ζοός]]. Ο τ. [[σῶος]], [[τέλος]], ο [[οποίος]] διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, προήλθε με [[μετάβαση]] του αττ. τ. <i>σῶς</i> στη θεματική [[κλίση]] πιθ. μέσω τών τ. του ουδ. [[σῶον]], <i>σῶα</i>. Το επίθ. [[σῶος]] απαντά ως β' συνθετικό λ., [[κυρίως]] ποιητικών, με τη [[μορφή]] -[[σόος]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[σῶος]], -ώα, -ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. [[σόος]], -η, -ον και σᾱος, -ον, Α<br />αυτός που δεν έχει υποστεί [[κακό]], [[βλάβη]] ή [[ατύχημα]], [[αβλαβής]], [[ακέραιος]], [[άρτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικό [[ποσό]]) [[αμείωτος]] («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[ασφαλής]], [[βέβαιος]] («σῶς αἰπὸς [[ὄλεθρος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σῶος]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]», μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>w</i>- / <i>t</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>w</i>- «[[φουσκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>tav</i><i>ī</i><i>ti</i> «[[είμαι]] [[ισχυρός]]», <i>tavas</i>- «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]», αβεστ. <i>tav</i>- «έχω τη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]]») και έχει σχηματιστεί από τ. <i>tw</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>-<i>u</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] της ρίζας (όπως συμβαίνει [[συχνά]] με τα επίθ. σε -<i>u</i>-, <b>βλ.</b> [[ταΰς]] <span style="color: red;"><</span> <i>t</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>u</i>-) και [[μετάθεση]] τών -<i>ә</i><sub>2 </sub><i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σῶμα]], [[σωρός]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>tw</i><i>ō</i>-). Ο τ. "<i>tw</i>-<i>ә</i><sub>2</sub>-<i>u</i>- θα έδινε στην Ελληνική τ. <i>σαΰς</i> (με συριστικοποίηση του συμπλέγματος <i>tw</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάρξ]], [[σείω]]), που, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, αντικαταστάθηκε από τ. <i>σά</i>(<i>F</i>)<i>ος</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] και ο [[αρχικός]] τ. του [[σῶος]] (<b>πρβλ.</b> το κυπρ. ανθρωπωνύμιο <i>ΣαFο</i>-<i>κλέFης</i>, το συνθ. [[σαόφρων]] και το ομηρ. <i>σαώτερος</i>). Από τον τ. [[σάος]] προήλθε ο αττ. τ. <i>σώς</i> με [[συναίρεση]] τών -<i>αο</i>- [[καθώς]] και ο επικ. τ. [[σόος]] με συμφυρμό του [[σάος]] με τους τ. σῶς και [[ζοός]]. Ο τ. [[σῶος]], [[τέλος]], ο [[οποίος]] διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, προήλθε με [[μετάβαση]] του αττ. τ. <i>σῶς</i> στη θεματική [[κλίση]] πιθ. μέσω τών τ. του ουδ. [[σῶον]], <i>σῶα</i>. Το επίθ. [[σῶος]] απαντά ως β' συνθετικό λ., [[κυρίως]] ποιητικών, με τη [[μορφή]] -[[σόος]] ([[πρβλ]]. [[νηοσόος]], [[πολισόος]]), η οποία μπορεί να ερμηνευθεί από τον τ. [[σόος]] του επιθ. [[καθώς]] και από την [[επίδραση]] τών συνθ. σε -[[σόος]] του ρ. [[σεύω]]]. | ||
}} | }} |