τριμερής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη (α. «τριμερὴς ἡ [[ψυχή]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[νόμος]] [[τριμερής]]» — [[μελωδία]] σε [[τρεις]] τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαπραγμάτευση]] ή για [[συνθήκη]]) αυτός στον οποίο συμμετέχουν [[τρία]] μέρη, [[τρεις]] πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από [[τρία]] μέρη (α. «[[τριμερής]] [[διάσκεψη]]» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές [[σύμφωνο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός του οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από [[τρία]] μόρια, δηλ. [[τρία]] σέπαλα, [[τρία]] πέταλα κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] χημικής ένωσης, ο [[χημικός]] [[τύπος]] της οποίας περιλαμβάνει [[τρεις]] φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσης<br /><b>φρ.</b> «[[τριμερής]] [[μορφή]]»<br /><b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[μορφή]] που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, το τελευταίο από τα οποία [[είναι]] [[επανάληψη]] του πρώτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριμερώς</i> / <i>τριμερῶς</i> ΝΑ<br />σε [[τρία]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη (α. «τριμερὴς ἡ [[ψυχή]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[νόμος]] [[τριμερής]]» — [[μελωδία]] σε [[τρεις]] τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαπραγμάτευση]] ή για [[συνθήκη]]) αυτός στον οποίο συμμετέχουν [[τρία]] μέρη, [[τρεις]] πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από [[τρία]] μέρη (α. «[[τριμερής]] [[διάσκεψη]]» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές [[σύμφωνο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός του οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από [[τρία]] μόρια, δηλ. [[τρία]] σέπαλα, [[τρία]] πέταλα κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] χημικής ένωσης, ο [[χημικός]] [[τύπος]] της οποίας περιλαμβάνει [[τρεις]] φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσης<br /><b>φρ.</b> «[[τριμερής]] [[μορφή]]»<br /><b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[μορφή]] που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, το τελευταίο από τα οποία [[είναι]] [[επανάληψη]] του πρώτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριμερώς</i> / <i>τριμερῶς</i> ΝΑ<br />σε [[τρία]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[πενταμερής]]].
}}
}}