ὀστρακόδερμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]"
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. ]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστρακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]] ή [[περίβλημα]] από όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οστρακόδερμοι</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη [[ομάδα]] μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακόδερμα</i><br /><b>ζωολ.</b> όρος, μη [[ταξινομικός]], που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό [[κέλυφος]], όπως [[είναι]] τα [[μαλάκια]], τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για αβγά) αυτός που έχει σκληρό [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ερυθρό</i>-<i>δερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστρακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]] ή [[περίβλημα]] από όστρακο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οστρακόδερμοι</i><br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένη [[ομάδα]] μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακόδερμα</i><br /><b>ζωολ.</b> όρος, μη [[ταξινομικός]], που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό [[κέλυφος]], όπως [[είναι]] τα [[μαλάκια]], τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] για αβγά) αυτός που έχει σκληρό [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), [[πρβλ]]. [[ερυθρόδερμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόδερμος:''' -ον ([[δέρμα]]), αυτός που έχει [[κέλυφος]] σαν [[κομμάτι]] από [[κεραμίδι]], που έχει σκληρό [[κέλυφος]], σε Βατραχομ.
}}
}}