3,277,055
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φεόγω]] Α<br /><b>1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], απομακρύνομαι [[γρήγορα]] [[κυρίως]] από φόβο ή [[επειδή]] μέ καταδιώκουν (α. «[[μόλις]] τον είδε με το [[πιστόλι]] έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]] (α. «έφυγαν για [[ταξίδι]] του μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῖος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] (α. «μού σκανταλίστει το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις [[αἰεί]], ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — [[είναι]] αδύνατο να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι του [[είναι]] γραφτό, αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη [[φυγή]]<br />β) «έφυγε στα [[τέσσερα]]» — έφυγε [[γρήγορα]], [[χωρίς]] να βλέπει [[προς]] τα [[πίσω]]<br />γ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]], [[κρυφά]] ή ύπουλα<br />δ) «κοίταξε μην σού φύγει [[καμιά]] [[κουβέντα]]» — [[κράτα]] το [[μυστικό]], μην το λες σε κανέναν<br />ε) «κοίταξε μην σού φύγει [[κανένας]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόσεξε [[μήπως]] δεν απαντήσεις σε [[κάτι]], [[συνήθως]] προσβλητικό, που σού είπαν<br />στ) «[[κάπου]] [[κάπου]] του φεύγουν»<br />(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει [[ούρα]] ή [[κόπρανα]] [[χωρίς]] να το καταλάβει<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κρασί]]) [[ξινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αποφεύγω]] ή [[διστάζω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] την [[πατρίδα]] μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, [[γίνομαι]] [[φυγάς]]·4. ζω ως [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>5.</b> (ως αττ. [[δικανικός]] όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαι<br />β) [[μιλώ]] ως [[συνήγορος]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>6.</b> [[ισχυρίζομαι]] («ἔφευγε μὴ [[εἰδέναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (συχν. [[ιδίως]] στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. της επιθυμίας, της πρόθεσης ή της προσπάθειας) [[θέλω]] ή [[προσπαθώ]] να φύγω<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ φευγων</i><br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φεύγοντες</i><br />οι εξόριστοι<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φεῡγον</i><br />το [[τμήμα]] ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — τρέπομαι σε [[φυγή]] από κάποιον<br />β) «[[φεύγω]] τὴν παρὰ θάλασσαν»<br />(ενν. <i>ὁδόν</i>) [[αναχωρώ]] εσπευσμένα [[προς]] τη [[θάλασσα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «[[φεύγω]] εἰς» — [[βρίσκω]] [[καταφύγιο]] [[κάπου]], [[καταφεύγω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[φεύγω]] φόνον» — [[αποφεύγω]] τις συνέπειες του φόνου (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιον<br />στ) «[[φεύγω]] ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με [[απόφαση]] του Αρείου Πάγου <b>(Δείν.)</b><br />ζ) «[[φεύγω]] ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για [[πάντα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />η) «[[φεύγω]] γραφὴν [ή [[δίκην]]]» — δικάζομαι ως [[κατηγορούμενος]] για [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπόδικος]]·θ) «[[φεύγω]] ([[δίκην]]) φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο<br />ι) «[[φεύγω]] δειλίας» — κατηγορούμαι για [[δειλία]]<br />ια) «[[φεύγω]] [[δίκην]] ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ιβ) «[[φεύγω]] ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως [[ασεβής]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ιγ) «τὸ φεῡγον [[ψήφισμα]]» — [[ψήφισμα]] υπό [[συζήτηση]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φεύγω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bheu</i>-<i>g</i>- «[[φεύγω]], [[δραπετεύω]]» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. <i>baugus</i> «[[δειλός]]» και <i>bauginti</i> «[[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]]» και με το λατ. <i>fugio</i> «[[φεύγω]]», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. <i>φυγ</i>-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική [[άποψη]] [[προς]] το ρ. [[φεύγω]], οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, [[γεγονός]] που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhujati</i> «διπλώνει», γοτθ. <i>biugan</i> «[[λυγίζω]]», γερμ. <i>biegen</i> «[[λυγίζω]]», [[αλλά]] και αβεστ. <i>bunĵainti</i> «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη [[σχέση]] του τ. με το ρ. [[φυγγάνω]]), γοτθ. <i>us</i>-<i>baugjan</i> «[[σκουπίζω]]». Η [[σχέση]] τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η [[αναγωγή]] τους σε [[τρεις]] διαφορετικές ρίζες με [[κοινή]] [[μορφή]] <i>bheu</i>-<i>g</i>- με σημ.: α) «[[φεύγω]]» <br />β) «[[λυγίζω]]» και γ) «[[απομακρύνω]], [[καθαρίζω]], [[ελευθερώνω]]». Το ρ. [[φεύγω]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) <i>φυγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του αορ. με ή [[χωρίς]] συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[φυγαίχμης]], [[φυγόπονος]])<br />β) <i>φευγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του ενεστ. ( | |mltxt=ΝΜΑ, και [[φεόγω]] Α<br /><b>1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], απομακρύνομαι [[γρήγορα]] [[κυρίως]] από φόβο ή [[επειδή]] μέ καταδιώκουν (α. «[[μόλις]] τον είδε με το [[πιστόλι]] έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]] (α. «έφυγαν για [[ταξίδι]] του μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῖος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] (α. «μού σκανταλίστει το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις [[αἰεί]], ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — [[είναι]] αδύνατο να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι του [[είναι]] γραφτό, αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη [[φυγή]]<br />β) «έφυγε στα [[τέσσερα]]» — έφυγε [[γρήγορα]], [[χωρίς]] να βλέπει [[προς]] τα [[πίσω]]<br />γ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]], [[κρυφά]] ή ύπουλα<br />δ) «κοίταξε μην σού φύγει [[καμιά]] [[κουβέντα]]» — [[κράτα]] το [[μυστικό]], μην το λες σε κανέναν<br />ε) «κοίταξε μην σού φύγει [[κανένας]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόσεξε [[μήπως]] δεν απαντήσεις σε [[κάτι]], [[συνήθως]] προσβλητικό, που σού είπαν<br />στ) «[[κάπου]] [[κάπου]] του φεύγουν»<br />(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει [[ούρα]] ή [[κόπρανα]] [[χωρίς]] να το καταλάβει<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κρασί]]) [[ξινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αποφεύγω]] ή [[διστάζω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] την [[πατρίδα]] μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, [[γίνομαι]] [[φυγάς]]·4. ζω ως [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>5.</b> (ως αττ. [[δικανικός]] όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαι<br />β) [[μιλώ]] ως [[συνήγορος]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>6.</b> [[ισχυρίζομαι]] («ἔφευγε μὴ [[εἰδέναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (συχν. [[ιδίως]] στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. της επιθυμίας, της πρόθεσης ή της προσπάθειας) [[θέλω]] ή [[προσπαθώ]] να φύγω<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ φευγων</i><br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φεύγοντες</i><br />οι εξόριστοι<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φεῡγον</i><br />το [[τμήμα]] ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — τρέπομαι σε [[φυγή]] από κάποιον<br />β) «[[φεύγω]] τὴν παρὰ θάλασσαν»<br />(ενν. <i>ὁδόν</i>) [[αναχωρώ]] εσπευσμένα [[προς]] τη [[θάλασσα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «[[φεύγω]] εἰς» — [[βρίσκω]] [[καταφύγιο]] [[κάπου]], [[καταφεύγω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[φεύγω]] φόνον» — [[αποφεύγω]] τις συνέπειες του φόνου (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιον<br />στ) «[[φεύγω]] ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με [[απόφαση]] του Αρείου Πάγου <b>(Δείν.)</b><br />ζ) «[[φεύγω]] ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για [[πάντα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />η) «[[φεύγω]] γραφὴν [ή [[δίκην]]]» — δικάζομαι ως [[κατηγορούμενος]] για [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπόδικος]]·θ) «[[φεύγω]] ([[δίκην]]) φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο<br />ι) «[[φεύγω]] δειλίας» — κατηγορούμαι για [[δειλία]]<br />ια) «[[φεύγω]] [[δίκην]] ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ιβ) «[[φεύγω]] ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως [[ασεβής]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ιγ) «τὸ φεῡγον [[ψήφισμα]]» — [[ψήφισμα]] υπό [[συζήτηση]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φεύγω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bheu</i>-<i>g</i>- «[[φεύγω]], [[δραπετεύω]]» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. <i>baugus</i> «[[δειλός]]» και <i>bauginti</i> «[[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]]» και με το λατ. <i>fugio</i> «[[φεύγω]]», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. <i>φυγ</i>-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική [[άποψη]] [[προς]] το ρ. [[φεύγω]], οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, [[γεγονός]] που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhujati</i> «διπλώνει», γοτθ. <i>biugan</i> «[[λυγίζω]]», γερμ. <i>biegen</i> «[[λυγίζω]]», [[αλλά]] και αβεστ. <i>bunĵainti</i> «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη [[σχέση]] του τ. με το ρ. [[φυγγάνω]]), γοτθ. <i>us</i>-<i>baugjan</i> «[[σκουπίζω]]». Η [[σχέση]] τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η [[αναγωγή]] τους σε [[τρεις]] διαφορετικές ρίζες με [[κοινή]] [[μορφή]] <i>bheu</i>-<i>g</i>- με σημ.: α) «[[φεύγω]]» <br />β) «[[λυγίζω]]» και γ) «[[απομακρύνω]], [[καθαρίζω]], [[ελευθερώνω]]». Το ρ. [[φεύγω]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) <i>φυγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του αορ. με ή [[χωρίς]] συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[φυγαίχμης]], [[φυγόπονος]])<br />β) <i>φευγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του ενεστ. ([[πρβλ]]. [[φεύγυδρος]])<br />γ) <i>φυξι</i>-, από ένα όν. δηλωτικό του δράστη ενεργείας ή της ενέργειας, <b>βλ.</b> και λ. [[φύξις]] ([[πρβλ]]. [[φυξίπολις]]) και σε μτγν. τ. <i>φευξι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φεῦξις]])<br />και δ) <i>φυγε</i>-, από το θ. του αορ., [[κατά]] τα α' συνθετικά σε <i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αρχε</i>-, <i>εχε</i>-) μόνο στο μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>ke</i>-<i>qiri</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[φεύξις]], [[φύγδα]], [[φύγδην]], [[φύγιμον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυγείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεύγα]], [[φευγάλα]], [[φευγαλέος]], [[φεύγας]], [[φευγάτος]], [[φευγιό]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φυγόδικος]], [[φυγόμαχος]], [[φυγοπόλεμος]], [[φυγόπονος]]·<b>αρχ.</b> [[φεύγυδρος]], [[φυγαίχμης]], [[φυγανθρωπεύω]], [[φυγαρσενία]], [[φυγαρχώ]], [[φύγεργος]], [[φυγοδέμνιος]], [[φυγόλεκτρος]], [[φυγόξενος]], [[φυγόπατρις]], [[φυγόπολις]], [[φυξανορία]], [[φυξήλιος]], [[φυξίμηλος]], [[φυξίπολις]]·<b>αρχ.-μσν.</b> [[φευξασπίδιον]], [[φυγόδεμνος]]·<b>νεοελλ.</b> [[φυγόκεντρος]], [[φυγόποινος]], [[φυγόστρατος]]. (Β' συνθετικό) [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], [[διεκφεύγω]], [[εκφεύγω]], [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]], [[υπεκφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφεύγω]], [[αντιφεύγω]], <i>αποπροφεύγω</i>, [[εκπροφεύγω]], [[εμφεύγω]], [[παραφεύγω]], [[παρεκπροφεύγω]], [[περιφεύγω]], [[προεκφεύγω]], [[προκαταφεύγω]], [[προσαναφεύγω]], [[προϋποφεύγω]], [[προφεύγω]], [[συγκαταφεύγω]], <i>ουμφεύγω</i>, [[συνδιαφεύγω]], [[συνεκφεύγω]], <i>συνεπιφεύγω</i>, [[υπεκπροφεύγω]], [[υπερεκφεύγω]], [[υπερφεύγω]], [[υποφεύγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντιπροσφεύγω</i>, <i>γοργοφεύγω</i>, <i>επαναπροσφεύγω</i>, [[ξαναφεύγω]], [[ξεφεύγω]], <i>πρωτοφεύγω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |