3,274,135
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φοΐς]], -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α<br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] του δέρματος, που οφείλεται σε [[έγκαυμα]] και περιέχει υδαρές [[υγρό]], [[φλύκταινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ō</i>-<i>w</i>- της ρίζας του [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «[[έγκαυμα]]». Λιγότερο πιθανή, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι ο τ. με αρχική σημ. «[[φουσκάλα]], [[φλύκταινα]]», ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>ŭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῦσα]], λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια [[μορφή]] <i>ph</i><i>ō</i><i>u</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[φώκη]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=και [[φοΐς]], -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α<br />[[φυσαλλίδα]] στην [[επιφάνεια]] του δέρματος, που οφείλεται σε [[έγκαυμα]] και περιέχει υδαρές [[υγρό]], [[φλύκταινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], ο τ. ανάγεται στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ō</i>-<i>w</i>- της ρίζας του [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «[[έγκαυμα]]». Λιγότερο πιθανή, [[ωστόσο]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι ο τ. με αρχική σημ. «[[φουσκάλα]], [[φλύκταινα]]», ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>ŭ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φῦσα]], λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια [[μορφή]] <i>ph</i><i>ō</i><i>u</i>- της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[φώκη]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[ψηφίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωΐς:''' φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst. | |elrutext='''φωΐς:''' φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst. | ||
}} | }} |