κέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέλλω]] και [[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[ξεκινώ]], [[κινώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] να εξαχθεί [[κάτι]] στην [[ξηρά]], [[αποβιβάζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πλοίο]] ή ναύτες) [[έρχομαι]] στην [[ακτή]] ή στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, [[αράζω]]<br /><b>5.</b> [[κινώ]]<br /><b>6.</b> [[τρέχω]] [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κέλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κέλ</i>-<i>j</i>-<i>ω</i>, όπως και το ρ. [[κέλομαι]], [[παρά]] τη [[διαφορά]] σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[κινώ]], [[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>kălayati</i> «ωθώ», λατ. <i>celer</i> «γρήγορος» και [[κελεύω]]). Απαντά [[επίσης]] και [[ενεστωτικός]] τ. [[ὀκέλλω]], που εμφανίζει [[πρόθεμα]] -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. <i>ο</i>-<i>τρύνω</i>). Ο ποιητ. τ. [[κέκλομαι]] σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἐκέκλετο</i> του ρ. [[κέλομαι]]. Η σημ. του ρ. [[κέλομαι]] «[[καλώ]], [[προσφωνώ]]» οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[καλώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εξοκέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀποκέλλω|αποκέλλω]], [[εγκέλλω]], [[εισκέλλω]], [[επικέλλω]], [[εποκέλλω]], [[περιοκέλλω]], [[προσκέλλω]], [[προσοκέλλω]], [[συγκέλλω]], [[συνεξοκέλλω]], [[συνεποκέλλω]], [[υποκέλλω]]].
|mltxt=[[κέλλω]] και [[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[ξεκινώ]], [[κινώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] να εξαχθεί [[κάτι]] στην [[ξηρά]], [[αποβιβάζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για [[πλοίο]] ή ναύτες) [[έρχομαι]] στην [[ακτή]] ή στο [[λιμάνι]], ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, [[αράζω]]<br /><b>5.</b> [[κινώ]]<br /><b>6.</b> [[τρέχω]] [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κέλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κέλ</i>-<i>j</i>-<i>ω</i>, όπως και το ρ. [[κέλομαι]], [[παρά]] τη [[διαφορά]] σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[κινώ]], [[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>kălayati</i> «ωθώ», λατ. <i>celer</i> «γρήγορος» και [[κελεύω]]). Απαντά [[επίσης]] και [[ενεστωτικός]] τ. [[ὀκέλλω]], που εμφανίζει [[πρόθεμα]] -<i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[οτρύνω]]). Ο ποιητ. τ. [[κέκλομαι]] σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἐκέκλετο</i> του ρ. [[κέλομαι]]. Η σημ. του ρ. [[κέλομαι]] «[[καλώ]], [[προσφωνώ]]» οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[καλώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εξοκέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀποκέλλω|αποκέλλω]], [[εγκέλλω]], [[εισκέλλω]], [[επικέλλω]], [[εποκέλλω]], [[περιοκέλλω]], [[προσκέλλω]], [[προσοκέλλω]], [[συγκέλλω]], [[συνεξοκέλλω]], [[συνεποκέλλω]], [[υποκέλλω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm