κρεμμύδι: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεμύδι]] και [[κρομμύδι]], το<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του διετούς ποώδους φυτού Allium cepa, που ανήκει στην [[οικογένεια]] αλλιίδες ή στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] και του οποίου ο [[βολβός]] [[είναι]] [[φαγώσιμος]] [[ωμός]] [[αλλά]] χρησιμοποιείται και στη [[μαγειρική]] για την έντονη και ερεθιστική [[οσμή]] και [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών βολβών τών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ώσπου να πεις [[κρεμμύδι]]» — πολύ [[γρήγορα]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρομμύδι]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρομμύ</i>-<i>διον</i> (υποκορ. του [[κρόμμυον]]), ενώ ο τ. [[κρεμμύδι]] προέρχεται [[είτε]] από τον τ. [[κρέμμυον]] (μτγν. του [[κρόμμυον]]) [[είτε]] από [[κρομμύδι]](<i>ον</i>) με [[τροπή]] του -ο σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επίδρασης του -<i>ρ</i>-. Η γρφ. με ένα -<i>μ</i>- [[είναι]] ήδη αρχ. ([[πρβλ]]. [[κρόμυον]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρεμμύδα]], [[κρεμμυδάκι]], [[κρεμμυδίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρεμμυδόσουπα]], [[κρεμμυδόσπορος]], [[κρεμμυδότσουφλο]], [[κρεμμυδοφάγος]]].
|mltxt=[[κρεμμύδι]] και [[κρεμύδι]] και [[κρομμύδι]], το<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του διετούς ποώδους φυτού Allium cepa, που ανήκει στην [[οικογένεια]] αλλιίδες ή στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] και του οποίου ο [[βολβός]] [[είναι]] [[φαγώσιμος]] [[ωμός]] [[αλλά]] χρησιμοποιείται και στη [[μαγειρική]] για την έντονη και ερεθιστική [[οσμή]] και [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών βολβών τών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ώσπου να πεις [[κρεμμύδι]]» — πολύ [[γρήγορα]], [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρομμύδι]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρομμύ</i>-<i>διον</i> (υποκορ. του [[κρόμμυον]]), ενώ ο τ. [[κρεμμύδι]] προέρχεται [[είτε]] από τον τ. [[κρέμμυον]] (μτγν. του [[κρόμμυον]]) [[είτε]] από [[κρομμύδι]](<i>ον</i>) με [[τροπή]] του -ο σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επίδρασης του -<i>ρ</i>-. Η γρφ. με ένα -<i>μ</i>- [[είναι]] ήδη αρχ. ([[πρβλ]]. [[κρόμυον]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρεμμύδα]], [[κρεμμυδάκι]], [[κρεμμυδίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρεμμυδόσουπα]], [[κρεμμυδόσπορος]], [[κρεμμυδότσουφλο]], [[κρεμμυδοφάγος]]].
}}
}}
{{trml
{{trml