κτενίζω: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κτενίζω:''' [[чесать]], [[расчесывать]] (ψήκτραισιν ἵππων κόμας Eur.); pass. (тж. κ. κόμας Her.) причесываться Plut.
|elrutext='''κτενίζω:''' [[чесать]], [[расчесывать]] (ψήκτραισιν ἵππων κόμας Eur.); pass. (тж. κ. κόμας Her.) причесываться Plut.
}}
{{grml
|mltxt=[[χτενίζω]] και [[κτενίζω]] / [[κτενίζω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] με [[χτένι]] τα μαλλιά, τα γένεια, το [[μουστάκι]] (α. «... στ' άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι<br />β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με γραπτό [[κείμενο]]) [[κάνω]] τελική [[επεξεργασία]], [[ευτρεπίζω]] (α. «τέλειωσε το κείμενό του, [[αλλά]] [[πρέπει]] να το χτενίσει» β. «ὁ [[Πλάτων]] τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[ξάνση]] με [[χτένι]], [[λαναρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ψάχνω]], [[ερευνώ]] εξονυχιστικά<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «μ' έλουσαν μέ χτένισαν, [[ξέρω]] ποιοι μέ γέννησαν» ή «λούζεις με χτενίζεις με, [[ξέρω]] ποια 'ναι η [[μάνα]] μου» — όσες περιποιήσεις κι αν κάνουν άλλοι σε κάποιον, η [[αγάπη]] για τους γονείς και ιδιαίτερα για τη [[μάνα]] [[είναι]] ισχυρότερη<br />β) «ο [[κόσμος]] χάνεται και η [[γριά]]» [ή η κυρα] χτενίζεται» — λέγεται για κάποιον που δεν έχει [[συναίσθηση]] της σοβαρότητας μιας κατάστασης και ασχολείται, [[ευχαριστημένος]] [[μάλιστα]], με ασήμαντα πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[τακτοποιώ]] με ειδική [[βούρτσα]] και [[καθαρίζω]] τη [[χαίτη]] και το [[τρίχωμα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτείς]], [[κτενός]] (<b>βλ. λ.</b> [[χτένα]] / [[κτένα]])].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κτενίζω''': καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ [[Πλάτων]] τοὺς [[ἑαυτοῦ]] διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.
|lstext='''κτενίζω''': καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ [[Πλάτων]] τοὺς [[ἑαυτοῦ]] διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κτενίζω]])<br /><b>βλ.</b> [[χτενίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm