μυρτίλωψ: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrtilops
|Transliteration C=myrtilops
|Beta Code=murti/lwy
|Beta Code=murti/lwy
|Definition=<b class="b3">ζῷόν τι</b>, Hsch.
|Definition=ζῷόν τι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρτίλωψ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζῷόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται με τα <i>αἰγί</i>-<i>λωψ</i>, [[λῶπος]], [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη [[μυρτιά]]»].
|mltxt=[[μυρτίλωψ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζῷόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται με τα <i>αἰγί</i>-<i>λωψ</i>, [[λῶπος]], [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη [[μυρτιά]]»].
}}
}}