μυρτίλωψ

English (LSJ)

ζῷόν τι, Hsch.

Greek Monolingual

μυρτίλωψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί-λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»].