ἀδιάρρηκτος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861.
|dgtxt=-ον [[no destrozado]], <i>EM</i>α 1861.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[zerreißen]]</i>, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[αδιάρρηκτος]] και [[αδιάρρηχτος]], -η, -ο (Μ [[ἀδιάρρηκτος]], -ον) [[διαρρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδιάσπαστος]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο [[ατεμάχιστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.
|lstext='''ἀδιάρρηκτος''': -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht zu [[zerreißen]]</i>, Sp.
}}
}}