Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀδιάρρηκτος

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάρρηκτος Medium diacritics: ἀδιάρρηκτος Low diacritics: αδιάρρηκτος Capitals: ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΟΣ
Transliteration A: adiárrēktos Transliteration B: adiarrēktos Transliteration C: adiarriktos Beta Code: a)dia/rrhktos

English (LSJ)

ἀδιάρρηκτον, not torn in pieces, Glossaria on ἄρρηκτος, EM149.12.

Spanish (DGE)

-ον no destrozado, EMα 1861.

German (Pape)

nicht zu zerreißen, Sp.

Greek Monolingual

αδιάρρηκτος και αδιάρρηχτος, -η, -ο (Μ ἀδιάρρηκτος, -ον) διαρρήγνυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη
2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής
μσν.
αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάρρηκτος: -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.