σταθερός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0927.png Seite 927]] stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν [[μεσημβρία]] ἵσταται [[ἤδη]] (vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταθερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταθερώτατον, die hohe Mitternacht, [[θέρος]] σταθερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταθερὸν [[ἦμαρ]], Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; [[μέλαν]] σταθερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύθος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταθερή ''[[sc.]]'' γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); [[εὐδία]], übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch [[σταθηρός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0927.png Seite 927]] stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν [[μεσημβρία]] ἵσταται [[ἤδη]] (vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταθερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταθερώτατον, die hohe Mitternacht, [[θέρος]] σταθερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταθερὸν [[ἦμαρ]], Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; [[μέλαν]] σταθερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύθος, D. Hal. 1, 71; ἡ [[σταθερή]] ''[[sc.]]'' γῆ, das ''feste Land'', Diocl. 4 (VII, 393); [[εὐδία]], übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch [[σταθηρός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra]] firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra firma]], σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls