σκοτεινός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
mNo edit summary
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σκότος]] (=[[σκοτάδι]]), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκοτάζω]] (=[[σκοτεινιάζω]]), [[σκοταῖος]], [[σκοτεία]] ἤ [[σκοτία]], [[σκοτασμός]], [[συσκοτασμός]], [[σκοτίζω]], [[σκότιος]], [[σκοτισμός]], [[σκοτέω]], [[σκοτόεις]], [[σκοτόω]] (=[[τυφλώνω]]), [[σκοτώδης]], [[σκότωμα]], [[σκότωσις]] καί τά σύνθ.: σκοτοδινιῶ (=[[ζαλίζομαι]]), [[σκοτοδινία]] (=[[ζάλη]]), [[σκοτοδινίασις]], [[σκοτομήνη]] (=νύχτα [[χωρίς]] φεγγάρι).
|mantxt=Ἀπό τό [[σκότος]] (=[[σκοτάδι]]), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκοτάζω]] (=[[σκοτεινιάζω]]), [[σκοταῖος]], [[σκοτεία]] ἤ [[σκοτία]], [[σκοτασμός]], [[συσκοτασμός]], [[σκοτίζω]], [[σκότιος]], [[σκοτισμός]], [[σκοτέω]], [[σκοτόεις]], [[σκοτόω]] (=[[τυφλώνω]]), [[σκοτώδης]], [[σκότωμα]], [[σκότωσις]] καί τά σύνθ.: σκοτοδινιῶ (=[[ζαλίζομαι]]), [[σκοτοδινία]] (=[[ζάλη]]), [[σκοτοδινίασις]], [[σκοτομήνη]] (=νύχτα [[χωρίς]] φεγγάρι).
}}
{{trml
|trtx====[[incomprehensible]]===
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ακατανόητος]], [[ακαταλαβίστικος]], [[ακατάληπτος]]; Ancient Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий
}}
}}