ἐρημίτης: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ερημίτης]], ο, θηλ. ερημίτις]] και [[ερημίτισσα]] (AM [[ἐρημίτης]], θηλ. [[ἐρημῖτις]], -ιδος, Μ και [[ἐρημήτρια]]) [[έρημος]]<br />αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]], φωσφορικό [[άλας]] δημητρίου, λανθανίου και θορίου<br />παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], [[ασκητής]], [[αναχωρητής]], [[ησυχαστής]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε [[κοινότητα]], [[αλλά]] ήταν απομονωμένοι σε κελλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημίτης]] [[ὄνος]]» — ο [[άγριος]] όνος της ερήμου (ΠΔ).
|mltxt=[[ερημίτης]], ο, θηλ. [[ερημίτις]] και [[ερημίτισσα]] (AM [[ἐρημίτης]], θηλ. [[ἐρημῖτις]], -ιδος, Μ και [[ἐρημήτρια]]) [[έρημος]]<br />αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]], φωσφορικό [[άλας]] δημητρίου, λανθανίου και θορίου<br />παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], [[ασκητής]], [[αναχωρητής]], [[ησυχαστής]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε [[κοινότητα]], [[αλλά]] ήταν απομονωμένοι σε κελλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημίτης]] [[ὄνος]]» — ο [[άγριος]] όνος της ερήμου (ΠΔ).
}}
}}