3,273,768
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ὁ, der [[Einsiedler]], K. S. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ερημίτης]], ο, θηλ. ερημίτις]] και [[ερημίτισσα]] (AM [[ἐρημίτης]], θηλ. [[ἐρημῖτις]], -ιδος, Μ και [[ἐρημήτρια]]) [[έρημος]]<br />αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]], φωσφορικό [[άλας]] δημητρίου, λανθανίου και θορίου<br />παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], [[ασκητής]], [[αναχωρητής]], [[ησυχαστής]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε [[κοινότητα]], [[αλλά]] ήταν απομονωμένοι σε κελλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημίτης]] [[ὄνος]]» — ο [[άγριος]] όνος της ερήμου (ΠΔ). | |||
}} | }} |