αραρίσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (πρβλ. αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (πρβλ. αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
}}
}}