3,277,048
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />θρῖναξ, -ακος, ὁ (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για το [[λίχνισμα]] του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με [[κατάληξη]] -<i>ᾰξ</i>. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρία]]), δηλ. <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>tri</i>-<i>snak</i>- ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>snag</i> «[[αιχμή]]») ή <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>trisn</i>-<i>ak</i>- «με [[τρεις]] αιχμές» ([[πρβλ]]. [[άκρος]]). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[θρίον]] «[[φύλλο]] συκιάς»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thrinax</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θρίναξ]] «[[τρικράνι]]», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)]. | ||
}} | }} |