καταίτυξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταῑτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
|mltxt=καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)<br />[[περικεφαλαία]] χαμηλή, [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το [[ἄντυξ]]. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική [[ερμηνεία]] τών αρχ. σχολιαστών [[καταῖτυξ]] παρὰ τὸ</i> «[[κάτω]] τετύχθαι</i>» θεωρείται [[παρετυμολογία]]. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] της λ.].
}}
}}