καταίτυξ

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

καταῖτυξ, -υγος, ἡ (Α)
περικεφαλαία χαμηλή, κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος η κατάλ. του οποίου θυμίζει το ἄντυξ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολογική ερμηνεία τών αρχ. σχολιαστών καταῖτυξ παρὰ τὸ «κάτω τετύχθαι» θεωρείται παρετυμολογία. Εικάζεται σημιτική προέλευση της λ.].