κτητός: Difference between revisions

No change in size ,  6 February 2024
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῑκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[κτητός]], -ή, -όν (Α) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] κτήσεως, [[επιθυμητός]], αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει [[κάποιος]] («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς εὐμοίροις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποκτηθεί από κάποιον, που έχει αγοραστεί, που ανήκει στην [[κατοχή]] κάποιου («γυναῖκά τε... κτητήν, οὐ γαμετήν», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm