3,277,002
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτοίνα]] και κτοῑνα, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. της Ρόδου) [[υποδιαίρεση]] της φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους της Αττικής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κτῡναι ἢ | |mltxt=[[κτοίνα]] και κτοῑνα, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. της Ρόδου) [[υποδιαίρεση]] της φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους της Αττικής<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κτῡναι ἢ κτοῖναι<br />χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ [[δῆμος]] μεμερισμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]. Ο τ. της ροδιακής διαλέκτου (ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τις μορφές <i>kotona</i> ή <i>kotoina</i> «[[μέτρο]] διαίρεσης της γης», στο σύνθετο <i>kotonooko</i> = <i>κτοινοόχος</i> «[[ιδιοκτήτης]] κτοίνας» και στα παράγωγα <i>kotoneta</i> = <i>κτοινέται</i> και <i>kotonewe</i> = <i>κτοινῆFες</i>]. | ||
}} | }} |